-
1 κραναός
κραναός, hart, rauh, sel sig; bei Hom. Beiwort von Ithaka, IL. 3, 201 Od. 1, 247 u. öfter; nicht von Ithaka Iliad. 3, 445 νήσῳ δ' ἐν κραναῇ (Κρανάῃ?) ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ; Δᾶλος Pind. I. 1, 3; Ἀϑῆναι Ol. 7, 82, öfter, wie es κραναὰ πόλις heißt bei Ar. Ach. 75; ἡ Κραναά allein = die Burg von Athen, Lys. 481; αἱ Κρανααί Av. 123 (s. auch nom. pr.); κραναὰς ἀκαλήφας Ar. bei Ath. II, 62 e.
-
2 μίγνῡμι
μίγνῡμι, auch μιγνύω, u. bei Hom. u. Her. im praes. u. imperf. nur μίσγω (w. m. s.), fut. μίξω, aor. ἔμιξα, inf. μῖξαι, perf. pass. μέμιγμαι, aor. ἐμίχϑην u. ἐμίγην, u. in synkopirier Form μίκτο, fut. pass. μιγήσομαι, Il. 10, 365, μίξομαι, Od. 24, 314, μεμίξομαι, Hes. O. 177, Aesch. Pers. 1052; – mischen, vermischen; eigentlich von flüssigen Dingen; ἐπὴν κρητῆρι μιγείη, Od. 4, 222; μεμιγμένον μέλι σὺν γάλακτι, Pind. N. 3, 84; ϑρόμβῳ δ' ἔμιξεν αἵματος φίλον γάλα, Aesch. Ch. 539; σπονδὰς ἐχίδνας σταγόσι μιγνυμένας φόνῳ, Eur. Ion 1233; auch ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ, Od. 11, 123, mit Salz gemischte Speise. Uebertr., ᾡ πότμον Ἄρης ἔμιξεν, Pind. I. 6, 25; u. gewagter noch Soph. βροτῶν σὺν κακοῖς μεμιγμένων, El. 1477, d. i. der unglücklichen Sterblichen. – Ueberh. zusammen- u. durcheinanderbringen; – a) im feindlichen Sinne, μῖξαι χεῖράς τε μένος τε, Il. 15, 510, Hände und Muth mischen, d. i. handgemein werden im Kampfe; bes. häufig im pass., zusammentreffen, τῶν ἄμυδις μίχϑη μένος, 20, 374; ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μιγῆναι, 13, 286. 21, 469; τινί, 14, 386, wie Τρώεσσι μίγη κρατερὸς Διομήδης, 5, 143; Κόλχοισιν βίαν μίξαν, Pind. P. 4, 213; Χαλκοβόαν Ἄρη μίξουσιν, Soph. O. C. 1051; Ἀργεῖα καὶ Καδμεῖα μίξαντες βέλη, Eur. Phoen. 889. – b) von freundlichem Verkehr u. Umgehen der Menschen mit einander, mit Einem zusammentreffen, sich ihm zugesellen; absol., καί κε ϑάμ' ἐνϑάδ' ἐόντες ἐμισγόμεϑα, Od. 4, 178, und wir würden oft mit einander verkehren, zusammen sein; μίγεν ἀνδράσι λωτοφάγοισιν, 9, 91, ἕως ὅγε Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη, zu den Phäaken kommen, 5, 386, u. öfter μνηστήρεσσιν; auch μίκτο δ' ὁμίλῳ, er mischte sich unter den Haufen, 8, 196; προμάχοισιν ἐμίχϑη, er mischte sich, ging unter die Vorkämpfer, Il. 5, 134, u. öfter auch ἐν προμάχοισιν, Od. 18, 379, wie Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχϑεν, sie kamen zu den versammelten Troern, Il. 3, 209; daher Τρώεσσι μεμιγμένοι im Ggstz von ἀπάνευϑε, 10, 424; μίξεσϑαι ξενίῃ, in Gastfreundschaft sich verbinden, in Gastlichkeit zusammenkommen, Od. 24, 314; ἀλλήλοις, Plat. Soph. 256 b. – Bes. häufig c) von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, eheliche Gemeinschaft, Umgang haben; vom Manne, absol., Il. 9, 633, μήποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι, u. öfter, auch εὐνῇ οὔποτ' ἔμικτο, Od. 1, 433; τινί, τῇ γὰρ μίγη Ποταμός, Il. 21, 143, Od. 7, 61, u. vollständig, πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη εὐνῇ καὶ φιλότητι, 15, 422, ὅς μ' ἔϑελεν φιλότητι μιγήμεναι, οὐκ ἐϑελούσῃ, Il. 6, 165; auch ἐν φιλότητι, Il. 2, 232, vgl. 24, 131; Hes. Th. 306; u. σῇ φιλότητι μιγῆναι, H. h. Ven. 151; u. εὐνῇ καὶ φιλότητί τινος, Hes. Sc. 35; – von der Frau, τινί, ἡ δὴ φάσκε Ποσειδάωνι μιγῆναι, Od. 11, 306. 20, 12 u. öfter, u. vollständig, Ἰάσωνι Δημήτηρ μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ, 5, 126; φιλότητι μιγῆναι, Hes. Th. 927. 1017; auch οὐδέ κεν Ἑλένη ἀνδρὶ παρ' ἀλλοδαπῷ ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ, Od. 23, 219; ἐν ἀγκοίνῃσι Διὸς μιγεῖσα, 11, 268; ἐν φιλότητί τινος, H. h. 6, 54. 17, 4; vgl. Hes. Th. 920; noch abweichender φιλότης τε καὶ εὐνή, ἣν ἐμίγης, Il. 15, 33. – Von Mann u. Frau, ὡς τὰ πρῶτα μίγησαν, Od. 8, 268. – Von Begattung der Thiere, βόες ταύροισι μιγεῖσαι, H. h. Merc. 493. – Aehnlich bei den Folgenden, μίγεν ἔϑνει γυναικῶν, Pind. P. 4, 251; Ποσειδάωνι μιχϑεῖσα, Ol. 6, 29; Ζηνὶ μιγεῖσα, P. 9, 87; auch ϑεῷ τε γάμον μιχϑέντα κούρᾳ τε, eine von Gott u. dem Mädchen vollzogene Ehe, 9, 13; Tragg., αἷς οὐ μίγνυται ϑεῶν τις, Aesch. Eum. 69, Ζῆνα μιχϑῆναι βροτῷ, Suppl. 292, ὡς μητρὶ μὲν χρείη με μιχϑῆναι, Soph. O. R. 791, wie χρῆναι μιγῆναι μητρί 995; πατήρ τε ϑυγατρὶ παῖς τε μητρὶ μίγνυται, Eur. Andr. 174; μίγνυσϑαι τοῖς ἀδελφοῖς, Ar. Ran. 1079; auch Plat. Legg. VIII, 838 c; Xen. Mem. 4, 4, 20; nach Luc. soloec. 6 später nur vom Manne gesagt. – d) von leblosen Dingen, überh. von örtlichem, nahem Zusammentreffen; κάρη κονίῃσιν ἐμίχϑη, das Haupt wurde mit dem Staube gemischt, in den Staub gcstürzt, Il. 10, 457 Od. 22, 329, wie ἐν κονίῃσι μιγῆναι, Iliad. 3, 55; οὐδὲ ἔασεν μιχϑήμεναι ἔγχος ἔγκασι φωτός, sie ließ den Speer nicht in die Eingeweide des Mannes eindringen, 11. 438; κλισίῃσι μιγῆναι, sich unter die Zelte mischen, an die Zelte herankommen und da kämpfen; Pind. sagt gewagter στεφάνοις ἔμιχϑεν, sie wurden mit Kränzen gemischt, für »sie gelangten zu Kränzen«, erwarben sie, N. 2, 22; vgl. ἐν τιμαῖς ἔμιχϑεν, I. 2, 29, εὐλογίαις μεμῖχϑαι, 3, 3; auch γέρας μιγνύμενον φρενί, P. 5, 19. – Uebh. vermischen, vereinigen, verbinden, μίγνυσι τὴν σώφρονα δύναμιν τῇ αὐϑάδει ῥώμῃ, Plat. Legg. III, 691 e; πᾶσαν ἡδονὴν πάσῃ φρονήσει μιγνύντες, Phil. 61 d; μεμιγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῠ τε καὶ ἀγαϑοῠ, Rep. VIII, 548 c; ὁ μιχϑεὶς ἐξ ἀμφοῖν τρίτος ἔρως, Legg. VIII, 837 d; Folgde.
См. также в других словарях:
ἐμίγην — μίγνυμι mix aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μίγνυμι mix aor ind pass 1st sg ἐμί̱γην , μίγνυμι mix aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐμί̱γην , μίγνυμι mix aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
αερομιγής — ές (Α ἀερομιγής, ές) ο αναμιγμένος με αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + μιγής < ἐμίγην, παθ. αόρ. β τού μείγνυμι] … Dictionary of Greek
αιμομιγής — ές και αιμομειγής αυτός που είναι αναμιγμένος με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + μιγής < εμίγην, μείγνυμι] … Dictionary of Greek
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
αλατομιγής — ές 1. αυτός που αναμίχθηκε με αλάτι 2. που περιέχει αλάτι, ο αλατούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε από τον φυσιοδίφη Κ. Μητσόπουλο < άλας ατος + μιγής < εμίγην, μίγνυμι] … Dictionary of Greek
αμιγής — ές (Α ἀμιγής) αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός μσν. παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι] … Dictionary of Greek
ανάμιγα — ἀνάμιγα και ποιητ. ἄμμιγα επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι από θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] … Dictionary of Greek
ανάμιγδα — ἀνάμιγδα και ἀναμίγδην επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι < θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] … Dictionary of Greek
γεωμιγής — γεωμιγής, ές (Α) ανακατεμένος με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β τού μείγνυμι)] … Dictionary of Greek
θαλασσομιγής — θαλασσομιγής, ές (Α) ανάμικτος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μιγής < θ. μιγ. , πρβλ. μιγάς, εμίγην τού μείγνυμι), πρβλ. αερο μιγής, πολυ μιγής] … Dictionary of Greek