Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐμίγην

См. также в других словарях:

  • ἐμίγην — μίγνυμι mix aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μίγνυμι mix aor ind pass 1st sg ἐμί̱γην , μίγνυμι mix aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐμί̱γην , μίγνυμι mix aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αερομιγής — ές (Α ἀερομιγής, ές) ο αναμιγμένος με αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + μιγής < ἐμίγην, παθ. αόρ. β τού μείγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • αιμομιγής — ές και αιμομειγής αυτός που είναι αναμιγμένος με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + μιγής < εμίγην, μείγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… …   Dictionary of Greek

  • αλατομιγής — ές 1. αυτός που αναμίχθηκε με αλάτι 2. που περιέχει αλάτι, ο αλατούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε από τον φυσιοδίφη Κ. Μητσόπουλο < άλας ατος + μιγής < εμίγην, μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • αμιγής — ές (Α ἀμιγής) αυτός που δεν περιέχει ξένα στοιχεία, άμικτος, ανόθευτος, καθαρός μσν. παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μιγής < ἐμίγην μ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • ανάμιγα — ἀνάμιγα και ποιητ. ἄμμιγα επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι από θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] …   Dictionary of Greek

  • ανάμιγδα — ἀνάμιγδα και ἀναμίγδην επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι < θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] …   Dictionary of Greek

  • γεωμιγής — γεωμιγής, ές (Α) ανακατεμένος με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β τού μείγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσομιγής — θαλασσομιγής, ές (Α) ανάμικτος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μιγής < θ. μιγ. , πρβλ. μιγάς, εμίγην τού μείγνυμι), πρβλ. αερο μιγής, πολυ μιγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»