-
1 ελλιπες
τό1) недостаток, нехватка(τινος Polyb.)
2) недостаточность, неудовлетворительность(τῆς νομοθεσίας Polyb.)
3) неисполнение, неудача, провал(τῆς γνώμης Thuc.)
4) недочет, пробел(τὰ ἐλλιπῆ ἐπιπλεῖν Arst. - v. l. ἐπιτελεῖν)
См. также в других словарях:
λίπες — λείπω leave aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλιπές — πῑλιπές , πιλιπής wanting the letter masc/fem voc sg πῑλιπές , πιλιπής wanting the letter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… … Dictionary of Greek