Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐλλιπές

См. также в других словарях:

  • ἐλλιπές — ἐλλιπής leaving out masc/fem voc sg ἐλλιπής leaving out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλλιπες — ἐλλείπω leave in aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐλλιπές — ἐλλιπές , ἐλλιπής leaving out masc/fem voc sg ἐλλιπές , ἐλλιπής leaving out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλιπής — ές (AM ἐλλιπής, ές) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση») 2. φρ. «ελλιπή ρήματα» τα ελλειπτικά νεοελλ. φρ. 1. «ελλιπής αριθμός» ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • Bias von Priene — Bias von Priene, moderne Reproduktion eines römischen Hermesbildnisses, das im Landhaus des Cassius in Tibur mit Bildern der restlichen sieben Weisen im Jahr 1780 gefunden wurde. Bias von Priene griech. Βίας ὁ Πριηνεύς, (* um 590 v. Chr.; † um… …   Deutsch Wikipedia

  • оскоудѣниѥ — ОСКОУДѢНИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Недостаточность, скудость: Въ множьствѣ ˫азыкъ слава ц(с)рмъ а въ ѡскѹдѣньи людьстѣмъ съкрѹшеньѥ сильны(м). (ἐν… ἐκλείψει) Пч н. XV (1), 31 об. 2. Недостаток, изъян: аще же злоѡбразенъ еси, то личьноѥ ѡскѹдѣниѥ ѹкраси… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άμβλωμα — το (Α ἄμβλωμα) [ἀμβλῶ] νεοελλ. 1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο 2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα αρχ. η άμβλωση, έκτρωση …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • ενδέω — (I) (AM ἐνδέω) δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.) 2. δεσμεύω με μάγια. (II) ἐνδέω (Α) 1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ ἀληθινῶν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»