-
1 ἔρχομαι
Aἠρχόμην Hp.Epid.7.59
, Arat.102, ([etym.] δι-) Pi.O.9.93 ; freq. in later Prose, LXXGe.48.7, Ev.Marc.1.45, Luc.Jud.Voc.4, Paus.5.8.5, etc.; in [dialect] Att. rare even in compds.,ἐπ-ηρχόμην Th.4.120
(perh. fr. ἐπάρχομαι), προς- ib. 121 (perh. fr. προσάρχομαι), cod.: from ἐλυθ- (cf. ἐλεύθω ) come [tense] fut. ἐλεύσομαι, Hom., [dialect] Ion., Trag. (A. Pr. 854, Supp. 522, S.OC 1206, Tr. 595), in [dialect] Att. Prose only in Lys.22.11, freq. later, D.H.3.15, etc.: [tense] aor., [dialect] Ep. and Lyr.ἤλῠθον Il.1.152
, Pi.P.3.99, etc., used by E. (not A. or S.) in dialogue (Rh.660,El. 598,Tr.374, cf. Neophr.1.1); but ἦλθον is more freq. even in Hom., and is the only form used in obl. moods, ἐλθέ, ἔλθω, ἔλθοιμι, ἐλθεῖν, ἐλθών; [dialect] Ep. inf. ἐλθέμεναι, -έμεν, Il.1.151, 15.146 (indic. never ἐλυθ- unaugmented unlessἐξ-ελύθη Il.5.293
has replaced ἐξ-έλυθε); [dialect] Dor.ἦνθον Epich.180
, Sophr.144, Theoc.2.118; imper.ἐνθέ Aristonous 1.9
; part.ἐνθών IG9(1).867
(Corc., vi B.C.), ([etym.] κατ-) Schwyzer 657.4 (Arc., iv B.C.); subj.ἔνθῃ Berl.Sitzb.1927.164
([place name] Cyrene); [dialect] Lacon. ἔλσῃ, ἔλσοιμι, ἐλσών, Ar.Lys. 105, 118, 1081 ; later , Ev.Matt.25.36, BGU530.11 (i A.D.), IG14.1320, etc.; [ per.] 3pl. , al., PTeb. 179 (ii B.C.), etc.;ἤλυθα IG14.1971
, Nonn.D.37.424, ([etym.] ἐπ-) AP14.44: [tense] pf. ἐλήλῠθα (not in Hom.) A.Pr. 943, etc.; sync. pl. ἐλήλῠμεν, -υτε, Cratin.235, Achae.24,43 ; [dialect] Ep. εἰλήλουθα, whence I pl.εἰλήλουθμεν Il.9.49
, Od.3.81, part.εἰληλουθώς 19.28
, 20.360 ; onceἐληλουθώς Il.15.81
, part.κατ-εληλευθυῖα Berl.Sitzb. 1927.166
([place name] Cyrene); Cret. [tense] pf. inf. ἀμφ-εληλεύθεν, v. ἀμφέρχομαι: [dialect] Boeot. [tense] pf.διεσς-είλθεικε Schwyzer 485.2
(Thesp., iii B.C.), part. κατηνθηκότι ib.657.39 (Arc., iv B.C.): [tense] plpf. ; [dialect] Ion.ἐληλύθεε Hdt.5.98
; [dialect] Ep.εἰληλούθει Il.4.520
,εἰληλούθειν Call.Fr. 532
.—In [dialect] Att. the obl. moods of [tense] pres., as well as the [tense] impf. and [tense] fut. were replaced by forms of εἶμι ibo (q.v.): in LXX and Hellenistic Greek the place of the compounds, esp. ἐξ-, εἰς-έρχομαι, is commonly taken by ἐκ-, εἰς-πορεύομαι, etc., the [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf. being supplied as before by ἐλυθ- ([etym.] ἐλθ-):I start, set out, ἦ μέν μοι μάλα πολλὰ..Λυκάων ἐρχομένῳ ἐπέτελλε when I was setting out, Il.5.198, cf. 150 ; τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς a ship was just starting, Od. 14.334 ; ἐς πλόον ἐρχομένοις (v.l. ἀρχ-) Pi.P.1.34.2 walk,=περιπατέω, χαμαὶ ἐρχομένων ἀνθρώπων Il.5.442
; σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται walking in justice, Pi.P.5.14 : the two foreg. rare signfs. belong only to the [tense] pres. ἔρχομαι.II (much more freq.) come or go (the latter esp. in [dialect] Ep. and Lyr.), ἦλθες thou art come, Od.16.461, etc.; χαίροισ' ἔρχεο go and fare thee well, Sapph.Supp.23.7, cf. Il.9.43, Od.10.320, 1.281 ;ἀγγελίην στρατοῦ.. ἐρχομένοιο 2.30
, cf. 10.267 ; πάλιν ἐλθέμεν, αὖτε εἰλήλουθα, 19.533, 549 ; οἶκον ἐλεύσεται ib. 313 ;οἴκαδε 5.220
; : as a hortatory exclamation,ἀλλ' ἔρχευ, λέκτρονδ' ἴομεν Od.23.254
, cf. 17.529.III c. acc. cogn., ὁδὸν ἐλθέμεναι to go a journey, Il.1.151 ;ἄλλην ὁδόν, ἄλλα κέλευθα ἤλθομεν Od.9.262
;τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς 3.316
: freq. in Trag., A.Pr. 962, Th. 714 (alsoκατὰ τὴν αὐτὴν ὁδόν Pl.Lg. 707d
); νόστιμον ἐλθεῖν πόδα (v.l. δόμον) E.Alc. 1153 ; ἀγγε- λίην, ἐξεσίην ἐλθεῖν, go on an embassy, Il.11.140, Od.21.20.2 c. acc. loci, come to, arrive at, rare in Hom.,Ἀΐδαο δόμους ἔρχεαι Il. 22.483
;ἔρχεσθον κλισίην 1.322
: freq. in later Poets, Pi.P.4.52, S. Tr. 259, etc. ; traverse,ὁ ἥλιος ἔρχεται τῆς Λιβύης τὰ ἄνω Hdt.2.24
: c. acc. pers., αῐ κέν τι νέκυς (acc. pl.)ῂσχυμμένος ἔλθῃ Il.18.180
;σὲ δ', ὦ τέκνον, τόδ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος S.Ph. 141
(lyr.).3 c. gen. loci, ἔρχονται πεδίοιο through or across the plain, Il.2.801 ; but also, from a place, .4 c. dat. pers., come to, i.e. come to aid or relieve one, rare in Hom., Od.16.453 ; freq. later, Pi.O.1.100, Th.1.13. etc. ;ἀποροῦντι αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψόμενος τὴν νομήν Pl.Prt. 321c
; also in hostile sense,ἔρχομαί σοι Apoc.2.5
.IV c. [tense] fut. part., to denote the object, ἔρχομαι ἔγχος οίσόμενος I go to fetch.., Il.13.256 ;ἔρχομαι ὀψομένη 14.301
: freq. in Trag.,μαρτυρήσων ἦλθον A.Eu. 576
; .2 in Hdt. like an auxiliary Verb, ἔρχομαι ἐρέων, φράσων, I am going to tell, 1.5,3.6, al. ;σημανέων 4.99
;μηκυνέων 2.35
: rare in [dialect] Att., ἔ. κατηγορήσων, ἀποθανούμενος, Pl.Euthphr.2c, Thg. 129a ; ἔρχομαι ἐπιχειρῶν -σοι ἐπιδείξασθαι, for ἔ. σοι ἐπιδειξόμενος, Id.Phd. 100b ;οὐ τοῦτο λέξων ἔρχομαι, ὡς.. X.Ages.2.7
.3 c. part. [tense] pres., [tense] aor., or [tense] pf., in Hom., to show the manner of moving, ἄγγελος ἦλθε θέουσα she came running, Il.11.715, al. ; μὴ πεφοβημένος ἔλθῃς lest thou come thither in full flight,10.510 ; ἦλθε φθάμενος he came first,23.779 ;κεχαρισμένος ἔλθυι Od.2.54
.4 aor, part. ἐλθών added to Verbs, οὐ δύναμαι..μάχεσθαι ἐλθών go and fight, Il.16.521 ; κάθηρον ἐλθών come and cleanse, ib. 668 ;λέγοιμ' ἂν ἐλθών A.Supp. 928
;δρᾶ νυν τάδ' ἐλθών S.Ant. 1107
.V of any kind of motion, ἐξ ἁλὸς ἐλθεῖν to rise out of the sea, Od.4.448, al. ; ἐπὶ πόντον to go over it, 2.265 ; with qualifying phrase, πόδεσσιν ἔ. to go on foot, 6.40 (but πεζὸς εἰλήλουθα have come as a foot-soldier, Il. 5.204) ; of birds, 17.755, etc. ; of ships, 15.549, Od.14.334 ; of spears or javelins, freq. in Il. ; of natural phenomena, as rivers, 5.91 ; wind and storm, 9.6, Od.12.288 ; clouds, Il.4.276,16.364 ; stars, rise, Od. 13.94 ; time,είς ὅ κεν ἔλθῃ νύξ Il.14.77
, cf. 24.351 ;ἐπὴν ἔλθῃσι θέρος Od.11.192
;ἔτος ἦλθε 1.16
; of events and conditions, , cf. 11.135 ; of feelings, go, ;ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος 24.514
; of sounds, etc.,τὸν..περὶ φρένας ἤλυθ' ίωή 10.139
;Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθεν οἶνος Od.9.362
; without φρένας, περὶ δέ σφεας ἤλυθ' ι>ωή 17.261, cf. 16.6 ; of battle,ὁμόσ' ἦλθε μάχη Il.13.337
; of things sent or taken, , cf. 1.120 ; so later, esp. of danger or evil, c. dat., ;ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς βέλος A.Pr. 360
;μηδ' ὑπ' ἀνάγκας γάμος ἔλθοι Id.Supp. 1032
(lyr.), cf.Pers. 436 ; of reports, commands, etc., Id.Pr. 663, Th.8.19 ; τοῖς Ἀθηναίοις ὡς ἦλθε τὰ γεγενημένα came to their ears, ib.96 ; τὰ ἐρχόμενα ἐπ' αὐτόν that which was about to happen to him, Ev.Jo.18.4 ; of property, which comes or passes to a person by bequest, conveyance, gift, etc., (ii A. D.) ; ἐ. εἴς τινα ἀπὸ παραχωρήσεως, κατὰ δωρεάν, PLond.3.1164e6 (iii A. D.), PMasp.96.22 (vi A. D.) : —Geom., pass, fall, ἔ. ἐπὶ τὸ αὐτὸ σαμεῖον pass through the same point, Archim.Aequil.1.15 ; ὅπου ἂν ἔρχηται τὸ ἕτερον σαμεῖον wherever the other point falls, ib.2.10.BPost-Homeric phrases:1 ἐς λόγους ἔρχεσθαί τινι come to speech with, Hdt.6.86.α', S.OC 1164 codd. ; soἐς ὄψιν τινὶ ἐλθεῖν Hdt. 3.42
.2 εἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι (v. χείρ) ; soἐς μάχην ἐλθεῖν τινι Id.7.9
.γ ; είς ὸργάς τισιν Pl.R. 572a
.3 ἐπὶ μεῖζον ἔ. increase, S.Ph. 259 ;ἐπὶ μηδέν Id.Fr.871.8
,El. 1000 ; ἐπὶ πᾶν ἐλθεῖν try everything, X.An.3.1.18.4 ἐς τὸ δεινόν, ἐς τὰ ἀλγεινὰ ἐλθεῖν, come into danger, etc., Th.3.45,2.39 ;είς τοσοῦτον αίσχύνης ἐληλύθατον ὥστε.. Pl.Grg. 487b
, etc. ;εἰς τὸ ἔσχατον ἀδικίας Id.R. 361d
; ἐπ' ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας Id Phdr. 240d ; ὅσοι ἐνταῦθα ἦλθον ἡλικίας arrived at that time of life, Id.R. 329b ; ἐς ἀσθενὲς ἔ. come to an impotent conclusion, Hdt.1.120 ; ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν to be numbered, Th.2.72 ;εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν Anaxil.21.6
;εἰς ἔλεγχον Philem.93.3
, etc. ; εἰς ἑαυτὸν ἐλθεῖν come to oneself, Ev.Luc.15.17, Arr.Epict.3.1.15.5 παρὰ μικρὸν ἐλθεῖν c. inf., come within a little of, be near a thing, E. Heracl. 296 (anap.) ;παρ' ὀλίγον ἐλθεῖν Plu.Pyrrh.10
; παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου so narrow was her escape, Th.3.49 ;παρ' οὐδὲν ἐλθόντες τοῦ ἀποβαλεῖν Plb.1.45.14
;παρ' οὐδὲν ἐλθ. ἀπολέσθαι Plu. Cam.8
.6 with διά and gen., periphr. for a Verb, e.g. διὰ μάχης τινὶ ἐλθεῖν forμάχεσθαί τινι Hdt.6.9
, E.Hel. 978, Th.4.92 ; διὰ πυρὸς ἐλθεῖν τινι rage furiously against.., E.Andr. 488 (lyr.) ; but οί διὰ πάντων τῶν καλῶν ἐληλυθότες who have gone through the whole circle of duties, have fulfilled them all, X.Cyr.1.2.15 ;διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες Pl.Alc.2.142a
.7 ἔ. παρὰ τὴν γυναῖκα, παρὰ Ἀρίστωνα, of sexual intercourse, go in to her, to him, Hdt.2.115,6.68 ; πρός τινα, of marriage, X.Oec.7.5.8ἔ. ἐπὶ πόλιν
attack,Th.
2.11.9 ἔ. ἐς depend upon or be concerned with,τό γ' εἰς ἀνθρώπους ἐλθόν Aristid. 1.149
J. ;τοῖς λογισμοῖς εἰς ἑαυτοὺς ἐρχόμενοι D.S.13.95
;ὅσα εἰς ἀρετὴν ἔρχεται Lib.Or.22.18
; τῶν πραττομένων οὐκ όλίγον εἰς ἐκεῖνον ἤρχετο ib.14.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔρχομαι
-
2 Εἰλείθυια
A she that comes in need, a participial form) Ilithyia, the goddess of child-birth, pl. in Hom., Il.11.270, 19.119, sg. in Hes.Th. 922, etc.2 metaph., σταφυλὴ βότρυος εἰ. Nonn.D.16.203. (There are numerous varieties of spelling, e.g. [full] Ἐλείθυια Pi. P.3.9, N.7.1, SIG602 (Delph.), IG3.1320, etc.: [full] Ἐλείθυα ib.12(3).192 ([place name] Astypalaea): [full] Εἰλήθυια (q.v.) IG12(5).197 (Paros, prob.), Call. Del. 132, AP6.200 (Leon.), Paus.2.5.4, etc.: [full] Ἐλευθία, [dialect] Ion. - ιη, GDI 4584 ([place name] Hippola), IG12(5).187 ([place name] Paros): [dialect] Lacon. [full] Ἐλευσία ib.5(1).236: Cret. [full] Ἐλεύθυια GDI5149, al.: [dialect] Boeot. [full] Εἰλείθεια, [suff] εἰλᾰπῐν-ια, IG7.2228, 3410; cf. Εἰλιόνεια, Ἐλευθώ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Εἰλείθυια
-
3 ἐλεύθω
См. также в других словарях:
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek
ήλυσις — ἤλυσις, ἡ (Α) οδός, πορεία («βραδύπουν ἤλυσιν προτιθεῑσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί έλευσις από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ελυθ ) τού θ. ελευθ (πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ελεύθω «έρχομαι»). Η έκταση τού αρχ. φωνήεντος (η ) πιθ. να οφείλεται σε επίδραση… … Dictionary of Greek
ελεύθω — ἐλεύθω (Α) έρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τού ενεστ. ελεύθω χρησιμοποιείται κυρίως ο μέλλ. ελεύσομαι (εκτός τής αττικής διαλέκτου, στην οποία απαντά το τ. είμι*), ο αόρ. ήλθον και επικ. ήλυθον και ο παρακμ. ελήλυθα ιων. αττ. και επικ. ειλήλουθα. Ως ενεστώτας… … Dictionary of Greek
επήλυτος — ἐπήλυτος, ον (Α) ἔπηλυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. τού ρ. ελεύθω «έρχομαι») + τος. Το η τού ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κάτηλυς — κάτηλυς, ήλυδος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που κατέρχεται, κατερχόμενος 2. κατηφορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι») το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ ηλυς, σύν… … Dictionary of Greek
κατήλυσις — κατήλυσις, ύσεως, ἡ (Α) 1. η προς τα κάτω πορεία, κατάβαση, κάθοδος, πτώση 2. επάνοδος, επιστροφή («πρὸ γὰρ τῆς Ἡρακλειδῶν κατηλύσεως», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήλυσις (< θ. ελυθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω… … Dictionary of Greek
μέτηλυς — μέτηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) 1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο 2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.) αρχ. (και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς… … Dictionary of Greek
νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… … Dictionary of Greek
προσήλυτος — η, ο / προσήλυτος, ον, ΝΜΑ το αρσ. ως ουσ. ο προσήλυτος αυτός που έχει αλλάξει θρήσκευμα, που έχει προσχωρήσει σε άλλη θρησκεία («οἱ ἐπιδημοῡντες Ῥωμαῑοι, Ἰουδαῑοι τε καὶ προσήλυτοι», ΚΔ) νεοελλ. ειρων. αυτός που έχει αλλάξει φρονήματα, πολιτικά… … Dictionary of Greek
όμηλυς — ὅμηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει κοινή καταγωγή («ὁμήλυδες λαοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυς (< θ. ἐλυθ , μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας ἐλευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»). Το η τού ήλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»… … Dictionary of Greek