Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐλπιστικός

См. также в других словарях:

  • ελπιστικός — ή, ό (Α ἐλπιστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ελπίζει αρχ. 1. αυτός που δίνει ελπίδες 2. πιθανός 3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή …   Dictionary of Greek

  • ἐλπιστικοί — ἐλπιστικός producing expectation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπιστική — ἐλπιστικός producing expectation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπιστικήν — ἐλπιστικός producing expectation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»