Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλευθερώσει

  • 1 ελευθερώσει

    ἐλευθέρωσις
    liberation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἐλευθερώσεϊ, ἐλευθέρωσις
    liberation: fem dat sg (epic)
    ἐλευθέρωσις
    liberation: fem dat sg (attic ionic)
    ἐλευθερόω
    set free: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐλευθερόω
    set free: fut ind mid 2nd sg
    ἐλευθερόω
    set free: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ελευθερώσει

  • 2 ἐλευθερώσει

    ἐλευθέρωσις
    liberation: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἐλευθερώσεϊ, ἐλευθέρωσις
    liberation: fem dat sg (epic)
    ἐλευθέρωσις
    liberation: fem dat sg (attic ionic)
    ἐλευθερόω
    set free: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἐλευθερόω
    set free: fut ind mid 2nd sg
    ἐλευθερόω
    set free: fut ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐλευθερώσει

  • 3 ἐλευθερώσει

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐλευθερώσει

  • 4 δέ

    δέ,
    A but: adversative and copulative Particle,
    I answering to μέν (q. v.),

    τὴν νῦν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην Th.1.12

    , etc.
    1 adversative, expressing dist. opposition, αἰεί τοι τὰ κάκ' ἐστὶ φίλα.. μαντεύεσθαι, ἐσθλὸν δ' οὔτε τί πω εἶπας ll.1.108;

    ὀρθῶς ἔλεξας, οὐ φίλως δέ μοι λέγεις E.Or. 100

    , cf. S.Ant.85, etc.;

    τέθνηκεν ἀνδρὸς οὐδενός, θεοῦ δ' ὕπο Id.Ph. 334

    ; so in Prose,

    οὐκ ἐπὶ κακῷ, ἐλευθερώσει δέ.. Th.4.86

    ;

    οἱ αἰχμάλωτοι.. ᾤχοντο εἰς Δεκέλειαν, οἱ δ' εἰς Μέγαρα X.HG1.2.14

    , cf. Cyr.4.5.46;

    ἡ δ' ἑτέρα IG2.652A45

    .
    2 copulative,
    a in explanatory clauses, ξυνέβησαν.. τὰ μακρὰ τείχη ἑλεῖν ([etym.] ἦν δὲ σταδίων μάλιστα ὀκτώ) Th.4.66, cf. Il.7.48: when a Subst. is folld. by words in apposition,

    Ἀρισταγόρῃ τῷ Μιλησίῳ, δούλῳ δὲ ἡμετέρῳ Hdt.7.8

    .

    β'; μήτηρ βασιλέως βασίλεια δ' ἐμή A.Pers. 152

    ; so in answers, διπλᾶ λέγειν. —Answ.

    διπλᾶδ' ὁρᾶν Id.Th. 974

    .
    b in enumerations or transitions, Il.1.43-49, 345- 351, X.Cyr.1.2.1, etc.; with repetition of a word in different relations,

    ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν.., θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι Il.24.483

    ;

    σάκος εἷλε.., εἵλετο δ' ἔγχος 14.9

    sq.;

    Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ' οὐρανός A.Fr.70

    ;

    κινεῖκραδίαν, κινεῖδὲ χόλον E. Med.99

    ;

    ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων, ὄζει δ' ὑακίνθου Hermipp.82.8

    ; in rhetorical outbursts,

    οὐκ ἂν εὐθέως εἴποιεν· τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δὲ ὄλεθρον, τοῦτον δὲ ὑβρίζειν,—ἀναπνεῖν δέ. D.21.209

    ; in a climax, πᾶν γύναιον καὶ παιδίον καὶ θηρίον δέ nay even beast, Pl.Tht. 171e, cf.X. HG5.2.37; in the combination

    καὶ δέ Il.23.80

    , al.,

    καὶ.. δέ A.Pr. 973

    , E.El. 1117, etc., each particle retains its force.
    c answering to τε (q. v.),

    ἃ τῶν τε ἀποβαινόντων ἕνεκα ἄξια κεκτῆσθαι, πολὺ δὲ μᾶλλον αὐτὰ αὑτῶν Pl.R. 367c

    .
    3 implying causal connexion, less direct than γάρ, Il.6.160, Od.1.433.
    4 in questions, with implied opposition,

    ἑόρακας δ', ἔφη, τὴν γυναῖκα; X.Cyr.5.1.4

    ;

    καὶ ὁ Σωκράτης, εἰπέ μοι, ἔφη, κύνας δὲ τρέφεις; Id.Mem.2.9.2

    , cf. 2.1.26, S. Ant. 1172: in Trag. (not in Com. or Oratt.), when the speaker turns from one person to another, the voc. stands first, then the pers. Pron. folld. by δέ, as

    Μενέλαε, σοὶ δὲ τάδε λέγω.. E.Or. 622

    , etc.; also in Hdt.,

    ὦ δέσποτα, ἐγὼ δὲ ταῦτα ἐποίησα 1.115

    .
    b τί δέ; what then? to mark a transition in dialogue; v. τίς.
    II in apodosi:
    1 after hypothetical clauses, εἰ δέ κε μὴ δώωσιν, ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι if they will not give it, then I.., Il.1.137, cf. Od.12.54;

    εἰ μηδὲ τοῦτο βούλει ἀποκρίνασθαι, σὺ δὲ τοὐντεῦθεν λέγε X.Cyr.5.5.21

    , cf. Pi.O.3.43 (v.l.), A.Ag. 1060, Hdt.5.1, etc.
    b after temporal or relative clauses, with ἐπεί, ἕως, etc., Il.24.255, Hdt.9.70, etc.;

    μέχρι.. εἶχον τὰ βέλη, οἱ δὲ ἀντεῖχον Th.3.98

    ; with demonstr. Pronouns or Advbs. answering to a preceding relative, οἵηπερ φύλλων γενεή,

    τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν Il.6.146

    , etc.;

    ἆθλα οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν Th.2.46

    ;

    τοὺς δ' ἔλαβε τυράννους.. τούτους δὲ.. ἐξεδίδου Hdt.5.37

    , cf. Isoc.4.98, Pl.La. 194d;

    οἷα μὲν ἕκαστα ἐμοὶ φαίνεται τοιαῦτα μὲν ἔστιν ἐμοί, οἷα δὲ σοί, τοιαῦτα δὲ αὖ σοί Id.Tht. 152a

    : sts. after a participle,

    οἰόμενοι.. τιμῆς τεύξεσθαι, ἀντὶ δὲ τούτων οὐδ' ὅμοιοι.. ἐσόμεθα X.An.6.6.16

    , cf. Isoc.15.71 (v.l.).
    2 to resume after an interruption or parenthesis,

    χρόνου δὲ ἐπιγινομένου καὶ κατεστραμμένων σχεδὸν πάντων..,—κατεστραμμένων δὲ τούτων.. Hdt.1.28

    ,29;

    νῦν δ' αὖ πάλιν ὑπό τε πλούτου διαθρυπτόμενος.. καὶ ὑπ' ἀνθρώπων.. ὑπὸ τοιούτων δέ.. X.Cyr.7.2.23

    ; with an anacoluthon,

    ἡ δὲ ψυχὴ ἄρα,—οἷ ἂν θεὸς θέλῃ.. τῇ ἐμῇ ψυχῇ ἰτέον, αὕτη δὲ δή.. Pl.Phd. 80d

    : for δ' οὖν, v. οὖν.
    3 to begin a story, ἦμος δ' ἠέλιος.. well, when the sun.., Od.4.400.
    4 to introduce a proof, τεκμήριον δέ, σημεῖον δέ, v. sub vocc.
    B POSITION of δέ. It usu. stands second: hence freq. between Art. and Subst. or Prep. and case; but also after Subst., or words forming a connected notion, hence it may stand third,

    γυναῖκα πιστὴν δ' ἐν δόμοις εὕροι A.Ag. 606

    , cf. Th. 411, Eu. 531, S.Ph. 959, etc.; fourth, Id.OT 485, E.Hel. 688, A.Pr. 323, 383, etc.; fifth, ib. 401codd.; even sixth, Epigen.7(codd. Poll.); so in Prose after a neg., οὐχ ὑπ' ἐραστοῦ δέ, to avoid confusion between οὐ δέ and οὐδέ, Pl.Phdr. 227c.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δέ

См. также в других словарях:

  • ἐλευθερώσει — ἐλευθέρωσις liberation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλευθερώσεϊ , ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (epic) ἐλευθέρωσις liberation fem dat sg (attic ionic) ἐλευθερόω set free aor subj act 3rd sg (epic) ἐλευθερόω set free fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάτζης, Ιωάννης — Βυζαντινός αυτοκράτορας της Νίκαιας (1222 1254). Βασίλεψε στον θρόνο της Νίκαιας, του σπουδαιότερου από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν το 1204, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Ο Β. είναι ο αυτοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Iglesia de Inglaterra — Abadía de Westminster. La Iglesia de Inglaterra (en inglés: The Church of England) es la iglesia cristiana oficialmente reconocida en Inglaterra, y actúa como “madre” y primera antigüedad de la Comunión Anglicana. Es también iglesia miembro… …   Wikipedia Español

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… …   Dictionary of Greek

  • καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μεσσίας — Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»