-
1 ἐλεγειακός
ἐλεγειακός, elegisch; πεντάμετρον Dion. Hal. de C. V. 25; ἐπινίκιον Ath. IV, 144 e; βιβλία XIII, 597 a.
-
2 ἐλεγειακός
-
3 ελεγειακός
η, ό[ν] элегический -
4 ἐλεγειακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεγειακός
-
5 ελεγειακός
elegiacΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ελεγειακός
-
6 ελεγειακά
ἐλεγειακόςelegiac: neut nom /voc /acc plἐλεγειακά̱, ἐλεγειακόςelegiac: fem nom /voc /acc dualἐλεγειακά̱, ἐλεγειακόςelegiac: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 ἐλεγειακά
ἐλεγειακόςelegiac: neut nom /voc /acc plἐλεγειακά̱, ἐλεγειακόςelegiac: fem nom /voc /acc dualἐλεγειακά̱, ἐλεγειακόςelegiac: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 ελεγειακών
-
9 ἐλεγειακῶν
-
10 ελεγειακόν
-
11 ἐλεγειακόν
-
12 ελεγείος
εία, ον см. ελεγειακός -
13 ἔλεγος
Grammatical information: m.Meaning: `mourning song (accompanied by flute)' (E., Ar.).Compounds: Comp. ἰαμβ-έλεγος and ἐλεγ-ίαμβος name of two verses (gramm.), s. Risch IF 59, 284f.Derivatives: ἐλεγεῖον a verse, `distichon', and a poem in it, poet. `inscription' (Att. etc.) with ἐλεγειο-ποιός, - γράφος (Arist.); diminutive ἐλεγ(ε)ίδιον and ἐλεγ(ε)ιδάριον (late); adj. ἐλεγειακός (D. H., Ath.); also ἐλεγεία (Str., Plu.) and, as adjective, ἐλεγεῖον ( δίστιχον, Ael.); - also a fish, ἐλεγῖνος (Arist. HA 610b 6), because of its sound?, s. Strömberg Fischnamen 74.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Anatolian (Phrygian?) origin, s. Hommel RhM 88, 194. Wrong Theander Eranos 15, 98ff. (to ἐλελεῦ, ὀλολύζω); cf. Kretschmer Glotta 9, 228; 12, 220. - From ἐλεγεῖον as LW [loanword] Lat. ēlogium (influenced by λόγος), W.-Hofmann s. v. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,486Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔλεγος
См. также в других словарях:
ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή … Dictionary of Greek
ελεγειακός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην ελεγεία ή το ελεγείο (βλ. λλ.): Ελεγειακός ποιητής. 2. μτφ., που έχει τη μελαγχολία, τη θλίψη της ελεγείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεγειακά — ἐλεγειακός elegiac neut nom/voc/acc pl ἐλεγειακά̱ , ἐλεγειακός elegiac fem nom/voc/acc dual ἐλεγειακά̱ , ἐλεγειακός elegiac fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειακῶν — ἐλεγειακός elegiac fem gen pl ἐλεγειακός elegiac masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεγειακόν — ἐλεγειακός elegiac masc acc sg ἐλεγειακός elegiac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνασάλκας — Ελεγειακός ποιητής από τον δήμο Πλαταιών της Σικυωνίας. Έγραψε τα Επιγράμματα, από τα οποία διασώθηκαν δεκαέξι στην Ελληνική Ανθολογία … Dictionary of Greek
Φανοκλής — Ελεγειακός ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σώθηκαν μόνο 28 στίχοι από το ελεγειακό του ποίημα Έρωτες ή Καλοί, στο οποίο περιγράφει ιστορίες αγάπης με ωραίους νέους. Το απόσπασμα που διασώθηκε περιγράφει τον έρωτα του Ορφέα για τον Κάλαϊ, τον γιο … Dictionary of Greek
Φωκυλίδης — Ελεγειακός ποιητής από τη Μίλητο (α’ μισό του 6ου αι. π.Χ.). Η ποίησή του έχει πολλά κοινά σημεία με του Ησίοδου, όπως τα εγκώμια της γεωργίας, η εξύμνηση της δικαιοσύνης, ο μισογυνισμός· μερικά αποσπάσματα θυμίζουν τον Θέογνι. Ο Φ. είχε τόσο… … Dictionary of Greek
Маркопулос, Йоргос — Йоргос Маркопулос греч. Γιώργος Μαρκόπουλος Дата рождения: 1951 год(1951) Место рождения … Википедия
Τυρταίος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (γεννημένος, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στη Λακεδαίμονα), που διακρίθηκε γύρω στο 650 π.Χ., όταν με τα τραγούδια του ενθουσίασε, κατά τον B’ Μεσσηνιακό πόλεμο τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των γειτόνων τους… … Dictionary of Greek
αντίμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κολοφώνιος (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Επικός και ελεγειακός ποιητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι λιγοστές και ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος τοποθετεί την ακμή του γύρω στο 404 π.Χ. Ακολουθώντας την ομηρική επική… … Dictionary of Greek