-
1 ελαττώσεις
ἐλάττωσιςmaking smaller: fem nom /voc pl (attic epic)ἐλάττωσιςmaking smaller: fem nom /acc pl (attic)ἐλασσόωmake less: aor subj act 2nd sg (attic epic)ἐλασσόωmake less: fut ind act 2nd sg (attic) -
2 ἐλαττώσεις
ἐλάττωσιςmaking smaller: fem nom /voc pl (attic epic)ἐλάττωσιςmaking smaller: fem nom /acc pl (attic)ἐλασσόωmake less: aor subj act 2nd sg (attic epic)ἐλασσόωmake less: fut ind act 2nd sg (attic) -
3 ελαττώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) сокращать, уменьшить; снижать;την παραγωγή — сокращать производство;ελαττώνω τό προσωπικό — сокращать штаты;
ελαττώνω τίς τιμές — снижать цены;
ελαττώνω τό βάρος — уменьшить вес;
ελαττώνω την ταχύτητα — сбавлять скорость;
να ελαττώσεις το πιοτό (τό κάπνισμα) — тебе надо меньше пить (курить);
να ελαττώσεις τα έξοδά σου — тебе надо сократить расходы; — тебе надо разумней расходовать деньги;
μου ελάττωσαν τη σύνταξη мне урезали пенсию;2) смягчить (наказание, приговор); ослаблять; умерять;ελαττώνω την προσοχή — ослаблять внимание;
ελαττώνω τό ζήλο — охлаждать пыл;
1) — сокращёться, уменьшиться, снижаться; — убывать;ελαττώνομαι [-οβμαι]
2) уменьшаться, ослабевать; быть смягчённым (о наказании, приговоре);ελαττώθηκε ο ζήλος του — пыл его остыл;
ελαττώθηκε η ανεργία — безработица сократилась;
ο πυρετός ελαττώθηκε — температура снизилась;
η αυτοπεποίθηση του ελαττώθηκε από τίς αποτυχίες — неудачи сделали его менее самоуверенным
-
4 ἀνα-κτάομαι
ἀνα-κτάομαι, 1) sich wieder erwerben, wieder erlangen, Aesch. Ch. 286; ἀρχήν, τυραννίδα, Her. 3, 73. 1, 65; ἑαυτόν, wieder zu sich kommen; σώματα, ψυχάς, wiederherstellen, τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων, Dion. H. 2. 42, für ihre Herstellung sorgen; vgl. 8, 85, wo ϑεραπείαις dabeisteht; Pol. 3, 60. 87, τὰς ἐλαττώσεις, den Schaden wieder gut machen. – 2) (ohne merklichen Einfluß von ἀνά) τινά mit u. ohne φίλον, sich jemand zum Freunde machen, gewinnen, ϑεόν Her. 1, 50; Dem. 61, 51; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. öfter.
-
5 ανακταομαι
1) вновь завладевать, получать обратно, отвоевывать(δῶμα πατρός Aesch.; τυραννίδα Her.; τέν πατρῴαν ἀρχήν Plut.)
2) восполнять(τὰς ἐλαττώσεις Polyb.)
3) приобретатьφίλους τινάς τινι ἀνακτήσασθαι Xen. — с помощью чего-л. сделать кого-л. своими друзьями
4) склонять на свою сторону(τινα Her., Xen.)
-
6 ελασσωσις
атт. ἐλάττωσις - εως ἥ1) уменьшение, убавление, сокращение Plat., Arst., Plut.2) ущерб, потеря, урон Polyb.3) поражение(αἱ περὴ Σικελίαν ἐλαττώσεις Polyb.)
4) недостаток, недочет(τῆς φύσεως Plut.)
-
7 διαμαρτία
διᾰμαρτ-ία, ἡ,A total mistake,τοῦ Ἀννίβου Plu.Fab.6
; τοῦ τόπου ibid.; δ. τῶν ἡμερῶν wrong reckoning of the days, Th.4.89; δ. τῆς γλώττης, lapsus linguae, Luc.Laps.1.2 gross fault,ἄγνοιαι καὶ δ. Ph.1.345
, cf. Plu.2.153b;δ. ἐρωτική
guilty passion,Philostr.
VA1.13: pl., faults,δ. καὶ.. ἐλαττώσεις Phld.Lib.p.19O.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμαρτία
-
8 ἀνακτάομαι
A :—regain for oneself, recover, τυραννίδα, ἀρχὴν ἀ. ὀπίσω, Hdt.1.61, 3.73;Ἄργος ἐς ἑωυτοὺς ἀ. ὀπίσω 6.83
;δῶμα πατρός A.Ch. 237
;ἀ. ταῖς πόλεσι τὴν ἐλευθερίαν D.S.16.14
; repair, retrieve,ἐλαττώσεις Plb.10.33.4
.2 refresh, revive, σώματα, ψυχάς, Id.3.60.7, 87.3;τοὺς κεκμηκότας ὑπὸ τραυμάτων D.H.2.42
;γλήχων.. λειποθυμοῦντας -κτᾶται Dsc.3.31
;ἀ. ἑαυτόν J.AJ9.6.4
, Arr.Epict.3.25.4, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακτάομαι
-
9 ἀνωθέω
A push up or forth, ἀνώσαντες πλέον (sc. ναῦν ) they pushed off from shore and sailed, Od.15.553;ἀ. τὴν πόλιν εἰς τοὺς πολεμίους Th.8.93
:—[voice] Pass., to be thrust upwards, Arist.Pr. 931b35.2 push back, Hp.Art.80;ὅστις σῖτον.. ἐσαχθέντα ἀνωθεοίη SIG37
A 10 ([place name] Teos): —[voice] Med., repel, repulse,οὗτοι ἦσαν οἱ βασιλέα.. ἀνωσάμενοι Hdt.7.139
, cf. 8.109.3 support, of buoyant water, Olymp. in Mete.81.23, al.4 metaph., hand over,τὰ πράγματα πρὸς τὸν δῆμον D.C.52.17
; refer,τὰς ἐλαττώσεις εἰς τοὺς στρατηγήσαντας Id.Fr.43.18
.5 intr., push one's way up,εἰς τὸ πρόσαντες J.BJ3.7.5
.
См. также в других словарях:
ἐλαττώσεις — ἐλάττωσις making smaller fem nom/voc pl (attic epic) ἐλάττωσις making smaller fem nom/acc pl (attic) ἐλασσόω make less aor subj act 2nd sg (attic epic) ἐλασσόω make less fut ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελκτική μηχανή — Συσκευή που χρησιμοποιείται για το άρμεγμα αγελάδων. Αποτελείται ουσιαστικά από σωλήνες ελαστικού που εφαρμόζονται αεροστεγώς στις θηλές των μαστών· στους σωλήνες αυτούς προκαλούνται με αντλία διακοπτόμενες ελαττώσεις της πίεσης με τις oποίες… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
ελαττώνω — ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελαττωμένος, μτβ., κάνω κάτι λιγότερο ή μικρότερο, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω: Πρέπει να ελαττώσεις το κάπνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)