Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλαττώσεις

См. также в других словарях:

  • ἐλαττώσεις — ἐλάττωσις making smaller fem nom/voc pl (attic epic) ἐλάττωσις making smaller fem nom/acc pl (attic) ἐλασσόω make less aor subj act 2nd sg (attic epic) ἐλασσόω make less fut ind act 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελκτική μηχανή — Συσκευή που χρησιμοποιείται για το άρμεγμα αγελάδων. Αποτελείται ουσιαστικά από σωλήνες ελαστικού που εφαρμόζονται αεροστεγώς στις θηλές των μαστών· στους σωλήνες αυτούς προκαλούνται με αντλία διακοπτόμενες ελαττώσεις της πίεσης με τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • ελαττώνω — ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελαττωμένος, μτβ., κάνω κάτι λιγότερο ή μικρότερο, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω: Πρέπει να ελαττώσεις το κάπνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»