-
1 ἐλαιηρός
A of or for oil,κεράμια Hp.Mul.2.114
; (Palmyra, ii A.D.); of oils, ; ἐ.δρόσος, i.e. oil, AP5.3 (Phld.); κόλον ἐ. PSI5.535.46 (iii B.C.);ἐ. ἐν πεδίῳ
oil-producing,IG
14.933.3 of bees, honied, dub. in Pi.Fr.123.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιηρός
См. также в других словарях:
μυρηρός — μυρηρός, ά, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. ηρός (πρβλ. ελαι ηρός)] … Dictionary of Greek