-
1 ελατινος
-
2 ελάτινος
-
3 ἐλάτινος
-
4 ἐλάτινος
-
5 ἐλάτινος
ἐλάτινος [ᾰ], η, ον, also ος, ον Anaxil.22.17: [dialect] Ep. [full] εἰλάτινος, η, ον, as also E.Hel. 1461 (lyr.), Hec. 632 (lyr.):—Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλάτινος
-
6 ἐλάτινος
ἐλάτινος, von der Tanne. Vom jungen Palmentriebe -
7 ελάτινος
η, ο [ος, ον ] см. ελατήσιος -
8 ἐλάτινος
-η,-ον A 0-0-1-0-0=1 Ez 27,5(6) -
9 ειλατινος
-
10 ειλατίνας
εἰλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem acc plεἰλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem gen sg (doric aeolic) -
11 εἰλατίνας
εἰλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem acc plεἰλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem gen sg (doric aeolic) -
12 ειλάτινον
-
13 εἰλάτινον
-
14 ελατίνα
ἐλατίνᾱ, ἐλάτινοςof the fir: fem nom /voc /acc dualἐλατίνᾱ, ἐλάτινοςof the fir: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐλατίνᾱ, ἐλατίνηcankerwort: fem nom /voc /acc dualἐλατίνᾱ, ἐλατίνηcankerwort: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ἐλατίνα
ἐλατίνᾱ, ἐλάτινοςof the fir: fem nom /voc /acc dualἐλατίνᾱ, ἐλάτινοςof the fir: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐλατίνᾱ, ἐλατίνηcankerwort: fem nom /voc /acc dualἐλατίνᾱ, ἐλατίνηcankerwort: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ελατίνας
ἐλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem acc plἐλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem gen sg (doric aeolic)ἐλατίνᾱς, ἐλατίνηcankerwort: fem acc plἐλατίνᾱς, ἐλατίνηcankerwort: fem gen sg (doric aeolic) -
17 ἐλατίνας
ἐλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem acc plἐλατίνᾱς, ἐλάτινοςof the fir: fem gen sg (doric aeolic)ἐλατίνᾱς, ἐλατίνηcankerwort: fem acc plἐλατίνᾱς, ἐλατίνηcankerwort: fem gen sg (doric aeolic) -
18 ελατίνη
ἐλάτινοςof the fir: fem nom /voc sg (attic epic ionic)ἐλατίνηcankerwort: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐλάτινοςof the fir: fem dat sg (attic epic ionic)ἐλατίνηcankerwort: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 ελατίνων
-
20 ἐλατίνων
См. также в других словарях:
ελάτινος, -η, -ο — και ελατένιος, ια, ιο και ελατίσιος, ια, ιο ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλάτινος — of the fir masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάτινος — η, ο (AM ἐλάτινος, η, ον και ἐλάτινος, ον Α και εἰλάτινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο έλατου αρχ. 1. αυτός που ανήκει σε έλατο ή προέρχεται απὸ αυτό («ὄζοι εἰλάτινοι, ξύλα ἐλάτινα») 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο άνθος τής… … Dictionary of Greek
εἰλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατίνων — ἐλάτινος of the fir fem gen pl ἐλάτινος of the fir masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάτινον — ἐλάτινος of the fir masc acc sg ἐλάτινος of the fir neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλατίνην — ἐλάτινος of the fir fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλατίνοις — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλατίνοισιν — ἐλάτινος of the fir masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλατίνου — ἐλάτινος of the fir masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλατίνῃ — ἐλάτινος of the fir fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)