-
1 τατικός
τατικός, spannend, zum Spannen geschickt, Sp.
-
2 τατικός
τατικός, spannend, zum Spannen geschickt -
3 προ-τατικός
προ-τατικός, ή, όν, zur πρότασις gehörig; ὁ προτ., der Propositionen machen kann, Arist. topic. 8, 12, 15; auch adv., προτατικῶς ἐρωτᾶν, die Frage in Form einer Proposition einrichten, ibid.
-
4 παρα-τατικός
παρα-τατικός, ή, όν, ausspannend, ausdehnend, Sp.; sich daneben erstreckend, χρόνος, tempus imperfectum, Gramm.; – auch adv., S. Emp. adv. phys. 2, 101.
-
5 συν-τατικός
συν-τατικός, ή, όν, anspannend, zusammenziehend, Sp.
-
6 δια-τατικός
δια-τατικός, ή, όν, angespannt, ausgedehnt, Sext. Emp.; nachdrücklich, Pol. bei Suid.
-
7 ἀνα-τατικός
ἀνα-τατικός, hochfahrend, übermüthig, bedrohend, ἐπιστολή Pol. 5, 43; απειληταὶ καὶ ἀν. Diod. Sic. 5, 31. – Adv., Pol. 4, 4.
-
8 ἐπι-τατικός
ἐπι-τατικός, ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm.
-
9 ἐπ-εκ-τατικός
ἐπ-εκ-τατικός, ή, όν, ausdehnend, Eust.
-
10 ἐν-τατικός
ἐν-τατικός, anspannend, anstrengend, Medic.
-
11 ἐκ-τατικός
ἐκ-τατικός, ή, όν, zum Dehnen, Verlängern der kurzen Vocale geneigt, Apollon. de adv. p. 600, 92. – Adv., Eustath.
-
12 ἀνατατικός
ἀνα-τατικός, hochfahrend, übermütig, bedrohend -
13 διατατικός
δια-τατικός, ή, όν, angespannt, ausgedehnt; nachdrücklich -
14 ἐκτατικός
ἐκ-τατικός, ή, όν, zum Dehnen, Verlängern der kurzen Vokale geneigt -
15 ἐντατικός
ἐν-τατικός, anspannend, anstrengend -
16 ἐπεκτατικός
ἐπ-εκ-τατικός, ή, όν, ausdehnend -
17 ἐπιτατικός
ἐπι-τατικός, ή, όν, anspannend, vermehrend -
18 παρατατικός
παρα-τατικός, ή, όν, ausspannend, ausdehnend; sich daneben erstreckend, χρόνος, tempus imperfectum, Gramm. -
19 προτατικός
προ-τατικός, ή, όν, zur πρότασις gehörig; ὁ προτ., der Propositionen machen kann; adv., προτατικῶς ἐρωτᾶν, die Frage in Form einer Proposition einrichten -
20 συντατικός
συν-τατικός, ή, όν, anspannend, zusammenziehend
См. также в других словарях:
τατικός — territibile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τατικός — ή, όν, Α [τατός] 1. αυτός που ασκεί τάση 2. (κυρίως το ουδ.) τὸ τατικόν δεινό, φοβερό … Dictionary of Greek
τατικώτερον — τατικός territibile adverbial comp τατικός territibile masc acc comp sg τατικός territibile neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τατικούς — τατικός territibile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυοτατικός — ή, ό φρ. «μυοτατικό αντανακλαστικό» φυσιολ. μονοσυναπτικό νωτιαίο αντανακλαστικό μυϊκής προελεύσεως που προκαλείται από την διέγερση νευρομυϊκών ατράκτων οι οποίες ενεργοποιούνται από αισθητικές νευρικές ίνες που εισδύουν στον νωτιαίο μυελό.… … Dictionary of Greek
υπερτατικός — ή, ό, Ν 1. υπερτασικός 2. αυτός που προκαλεί υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ τού τείνω, πρβλ. τάσις)] … Dictionary of Greek