Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ-κρούω

См. также в других словарях:

  • κρούω — strike pres subj act 1st sg κρούω strike pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούω — κρούω, έκρουσα βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • κρούω — έκρουσα, κρούστηκα, κρουσμένος 1. χτυπώ, βαρώ: Κρούει την πόρτα. 2. παίζω όργανο: Κρούει την κιθάρα του. 3. φρ., «Kρούω τον κώδωνα του κινδύνου» σημαίνει ότι προαναγγέλλω δημόσια τον κίνδυνο που επέρχεται. 4. το μέσ., κρούομαι σημαίνει ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κροῦον — κρούω strike pres part act masc voc sg κρούω strike pres part act neut nom/voc/acc sg κρούω strike imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κρούω strike imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκρουσμένα — κρούω strike perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκρουσμένᾱ , κρούω strike perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκρουσμένᾱ , κρούω strike perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροῦσον — κρούω strike aor imperat act 2nd sg κρούω strike fut part act masc voc sg κρούω strike fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούετε — κρούω strike pres imperat act 2nd pl κρούω strike pres ind act 2nd pl κρούω strike imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούσει — κρούω strike aor subj act 3rd sg (epic) κρούω strike fut ind mid 2nd sg κρούω strike fut ind act 3rd sg κρού̱σει , κροῦσις striking fem nom/voc/acc dual (attic epic) κρού̱σεϊ , κροῦσις striking fem dat sg (epic) κρού̱σει , κροῦσις striking fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούσω — κρούω strike aor subj act 1st sg κρούω strike fut ind act 1st sg κρούω strike aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούσῃ — κρούω strike aor subj mid 2nd sg κρούω strike aor subj act 3rd sg κρούω strike fut ind mid 2nd sg κρού̱σηι , κροῦσις striking fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»