Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ-κρεμής

См. также в других словарях:

  • αμφικρεμής — ές αυτός που κρέμεται γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κρεμής < κρεμάννυμι μεταγενέστερο ένσιγμο β συνθετ. με παθητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • επικρεμής — ές (Α ἐπικρεμής, ές) νεοελλ. 1. κρεμασμένος πάνω από κάτι, κρεμαστός 2. ναυτ. φρ. «επικρεμής άγκυρα» η άγκυρα που είναι κρεμασμένη από τον κεφαλοδέτη* τού πλοίου και είναι έτοιμη να ποντιστεί αρχ. μτφ. εκκρεμής, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • υψικρεμής — ές, Α αυτός που αιωρείται ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρεμής (< κρεμάννυμι «κρεμώ»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»