-
1 αντιδικεω
(impf. ἠντιδίκουν и ἠντεδίκουν)1) вести тяжбу, судиться(περί τινος Xen.)
οἱ ἀντιδικοῦντες ἑκάτεροι Plat. — обе тяжущиеся стороны2) быть ответчиком, защищаться(πρός τινα Isae. и πρός τι Dem.)
ἀντιδικῶν Arph. — ответчик3) возражать Lys.ἀ. ταῖς διαβολαῖς Dem. — опровергать клевету
-
2 αποδικεω
-
3 διαδικεω
-
4 εκδικεω
1) карать, мстить(τέν ὕβριν Diod.; τὸν θάνατόν τινος Plut.)
ἐ. ἑαυτόν NT. — мстить за себя2) защищать(τινα ἀπό τινος NT.)
-
5 επιδικεω
-
6 πολυδικεω
-
7 προδικεω
-
8 στρεψοδικεω
-
9 συνδικεω
защищать на суде, выступать защитником(τινι Plat., Dem.)
καὴ μαρτυρήσων ἦλθον καὴ ξυνδικήσων αὐτός Aesch. — я пришел и чтобы свидетельствовать, и чтобы самому защищать;σ. τινί τι Eur. — заступаться за кого-л. в чем-л. -
10 υπερδικεω
досл. защищать перед судом, перен. заступаться, поддерживатьὑ. τὸ φεύγειν τινός Aesch. — требовать оправдания для кого-л.;
ὑ. τοῦ λόγου Plat. — отстаивать свое утверждение -
11 φιλοδικεω
-
12 φυγοδικεω
См. также в других словарях:
διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] … Dictionary of Greek
περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)