-
1 στρεψοδικεω
См. также в других словарях:
στρεψοδικεῖν — στρεψοδικέω twist pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεψοδικῆσαι — στρεψοδικέω twist aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)