-
1 δύτης
-
2 δύτης
δύτηshrine: fem gen sg (attic epic ionic)δύτηςdiver: masc nom sg -
3 δύτης
diverΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δύτης
-
4 δύτω
δύτηςdiver: masc gen sg (attic epic ionic)δύ̱τω, δύω 2cause to sink: aor imperat act 3rd sg -
5 δύω 2
δύω 2.Grammatical information: v.Meaning: `enter, go into'Other forms: δύομαι, δύνω, aor. δῦσαι, δύσασθαι, δῦναι, perf. δέδῡκα, aor. pass. δυθῆναι, fut. δύσω, δύσομαι, δῠθήσομαι, unclear ep. preterite δύσετο (Schwyzer 788, Chantraine Gramm. hom. 1, 416f.) trans. ( δύω, δῦσαι, δύσω), mostly with prefix ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-δύω; otherwise intr. ( δύομαι, δύνω) `get into, slip into, put on', often with prefix ἀνα-, ἀπο-, ὑπο- etc. - δύομαι, - δύνω; rarely - δύω (Il.).Compounds: often with nominal first member in compounds, e. g. τρωγλο-δύτης `cave-dweller' (Hdt.) with - δυτικός, - δυτέω, λωπο-δύτης `who goes in foreign clothes, thief (of clothes)' (Att. etc.) with - δυτέω, - δυσίου ( δίκη), - δυσία; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 225f.Derivatives: δύσις `setting of sun and stars, West' (Hecat.) with δυτικός; often to the prefixed verbs in different meanings ἔκ-, ἔν-, κατά-δυσις etc. δῦμα ( POxy. 6, 929, 8; 15, II-IIIp) = ἔνδυμα `garment' (Va), also ὑπόδυμα. δύτης `diver' (Hdt. 8, 8); in diff. meunings ἐν-, ὑπεν-, ἐκ-δύτης etc. with ἐκδύσια pl. name of a feast in Crete (Ant. Lib.); ἐνδυτήρ `to put on' (S. Tr. 674 of πέπλος) with ἐνδυτήριος (S.), also ὑποδυτήρια pl. (Str. 14, 5, 6; v. l. ὑποδεκτ.). δυσμαί pl. (rarely sg., s. Schwyzer-Debrunner 43) `setting of sun and stars, West' (Ion.-Att.) with δυσμικός (Str.); also δυ-θμαί, - θμή `id.' (Call.; on the suffix Chantr. Form. 148f.). δυτη s. v. δυτῖνος name of a waterbird (Dionys. Av.; as ἰκτῖνος, κορακῖνος etc.). δυτικός `suited to diving, western' (Arist.). - Lengthened verb form: δύπτω (s. v.); δύσγω ἀποδύω H., after μίσγω (Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718); cf. also φύσγων (Alc., POxy. 18, 2165; s. Specht KZ 68, 150.Etymology: In the meaning `put on' Sanskrit has (the rare) upā-du- (only gerundive Ved. upādútya-), s. L. v. Schroeder WZKM 13, 297f., Brugmann IF 11, 274. Perh. also in δείελος etc. (s. v.). - On the intransitive nasal present δύνω s. Schwyzer 696, Schwyzer-Debrunner 230. - Cf. also ἁλιβδύω.Page in Frisk: 1,427-428Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δύω 2
-
6 δύται
δύτηshrine: fem nom /voc plδύτᾱͅ, δύτηshrine: fem dat sg (doric aeolic)δύτηςdiver: masc nom /voc plδύτᾱͅ, δύτηςdiver: masc dat sg (doric aeolic) -
7 δύτας
δύτᾱς, δύτηshrine: fem acc plδύτᾱς, δύτηshrine: fem gen sg (doric aeolic)δύτᾱς, δύτηςdiver: masc acc plδύτᾱς, δύτηςdiver: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 δύτη
-
9 δύτῃ
-
10 βουδύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουδύτης
-
11 καλαμοδύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοδύτης
-
12 καπηλοδύτης
A tavern-haunter, Cat.Cod.Astr.7.242, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπηλοδύτης
-
13 λωποδύτης
II generally, thief, robber, footpad, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin.206, Ar.Av. 497, Ra. 772, Lys.10.10, Phld.Rh.2.144 S., etc.;λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι D.4.47
;λ. ἀλλοτρίων ἐπέων
plagiarist,AP
11.130 (Poll.), cf. Arr.Epict.2.19.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωποδύτης
-
14 πορνοδύτης
πορνο-δύτης·A ganeo, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορνοδύτης
-
15 σισυρνοδύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σισυρνοδύτης
-
16 τρωγλοδύτης
A one who creeps into holes, of foxes and snakes, Id.HA 610a12; of crabs, Id.IA 713b28:—for οἱ Τρωγλοδύται, Troglodytes, Cave-men, v. Τρωγοδύται.II wren, Troglodytes europaeus, Ruf.Fr.117, Philagr. ap. Aët.11.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρωγλοδύτης
-
17 ψαμμοδύτης
A like ἀμμοδύτης, sand-diver; name of a fish that buries itself in the sand, elsewh. καλλιώνυμος, Hsch.II name for a mole, Cyran.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαμμοδύτης
-
18 ἀμμοδύτης
ἀμμο-δύτης, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμοδύτης
-
19 ἐπενδύτης
A robe or garment worn over another, Ps.-Thesp.1, S.Fr. 439, LXX 1 Ki. 18.4;ἐ. χιτών Nicoch.5
, cf. Ael. Dion.Fr. 325, Poll.7.45.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπενδύτης
-
20 ὑπενδύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπενδύτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
δύτης — δύτη shrine fem gen sg (attic epic ionic) δύτης diver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύτης — ο ο βουτηχτής: Στολή δύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δύτω — δύτης diver masc gen sg (attic epic ionic) δύ̱τω , δύω 2 cause to sink aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοδύτης — ο (Α καλαμοδύτης) είδος πτηνού που ζει στους καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. αμμο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
θαιροδύτης — θαιροδύτης, ό (Α) πληθ. οί θαιροδύται οι κρίκοι διά μέσου τών οποίων διέρχονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαιρός* + δύτης (< δύω), πρβλ. εκ δύτης, επεν δύτης] … Dictionary of Greek
λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… … Dictionary of Greek
σισυρνοδύτης — ὁ, Α ντυμένος με σίσυρνα*, με κάπα ή γούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. τού σισύρα «κάπα» + δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek