-
1 словопроизводство
слово||производствос лингв. ἡ ἐτυμολογία \словопроизводствосочетание с ὁ συνδυασμός των λέξεων, -творчество с δημιουργία τῶν λέξεων. -
2 ὁμιλία
A intercourse, company, ;τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἡ θ' ὁ. Id.Pr.39
, etc. ; ὁ. τινός communion or intercourse with one, Hdt.4.174 ;πρός τινα S.Ph.70
, Pl.Smp. 203a, al. ; τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁ. of my society, Ar.Pl. 776 ;ἡ σὴ ὁ. Pl.Hp.Ma. 283d
; ὁ. χθονός intercourse with a country, E.Ph. 1408 ; ἔχειν ἐν θεοῖς ὁ. live among them, Id.IA[ 1622] ;ἥκειν εἰς ὁ. τινί S.OT 1489
; ἡ καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτεία καὶ ὁ. public and private life, Th.1.68 ; ἐξ ὁμιλίας by persuasion, opp. βίᾳ, D.Ep.1.12 : also in pl.,ἀνθρώπων κακῶν-ίαι Hdt.7.16
.α', cf. Epict.Ench.33.14, etc. ;φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁ. κακαί E.Fr. 1024
(= Men.218) ; Ἑλληνικαὶ ὁ. association with Greeks, Hdt.4.77 ;ἐνδίκοις ὁ. A.Eu. 966
(lyr.) ; αἱ.. συγγενεῖς ὁ. intercourse with kinsfolk, E.Tr.51 ;ὁ. κακαῖς χρῆσθαι Pl.R. 550b
;αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1336b32
, etc.2 sexual intercourse, Hdt.1.182, X.Smp.8.22, Mem.3.11.14, etc. ;νυμφικαὶ ὁ. E.Hel. 1400
;ὁ. τῶν ἀφροδισίων Arist.HA 582a26
; ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας or τῶν ἀρρένων ὁ., Id.Pol. 1272a24, 1269b29.3 instruction, X. Mem.1.2.6 and 15 ; lecture, Ael.VH3.19 : in pl., title of work by Critias, Gal.18(2).656.4 ὁμιλέειν ὁμιλίῃ to be versed in it by practice, opp. λόγῳ εἰδέναι, Hp.Art.10.5 ἡ πλείστη ὁ. τοῦ ὀνόματος its commonest usage, Epicur.Ep.1p.22U. ; so ὁμιλίαι φωνῆς, αἱ τῶν λέξεων ὁ., Phld.Rh.1.288 S., Oec.p.59J. ; αἱ κοιναὶ ὁ. common usage, S.E.M.1.1 ; τῶν ἰδιωτῶν -ίαι ib.64 ;ἡ ἀνὰ χεῖρα -ία A.D.Synt. 37.2
;ἡ κοινὴ καλουμένη καὶ ἀνὰ χεῖρα -ία Hermog.Id.2.7
.2 in collect. sense, τήνδ' ὁμιλίαν χθονός these fellow-sojourners in the land, ib. 406 ; ναὸς κοινόπλους ὁ. ship-mates, S.Aj. 872 ;ἀδελφῶν ἡ παροῦσ' ὁ. E.Heracl. 581
, cf. Hipp.19 (dub. l.). -
3 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
4 расстановка
расстановк||аж ἡ τοποθέτηση [-ις], ἡ διάταξη:\расстановка сил ἡ διάταξη των δυνάμεων \расстановка кадров ἡ κατανομή τῶν στελεχών \расстановка слов в предложении ἡ σειρά (или ἡ διάταξη) τών λέξεων \расстановка книг ἡ τακτοποίηση τών βιβλίων ◊ говорить с \расстановкаой (ό)μιλώ ἀργά, (ό)μιλῶ χωρίς βιάση. -
5 пол...
пол... 1κ. пол-... πρώτο συνθετικό των λέξεων με σημ. μισό..., ημι...пол... 2πρώτο συνθετικό λέξεων με σημ. εξουσιοδοτημένος, πληρεξούσιος. -
6 ἐπι[πολ]ή
ἐπι[πολ]-ή, ἡ, ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex ([place name] Euryalus), Th.6.96, etc.2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.II. elsewh. only in gen., ἐπιπολῆς, as Adv., on the top, Hdt.2.62, Arist.GA 747a5, etc.;κάτω μὲν καὶ ἐ..., ἐν μέσῳ δέ.. X. Mem.3.1.7
;λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4
; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77;τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb. 47c
, cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh. 1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37;πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist. HA 622b25
, cf. Rh. 1376b14.2. as Prep., c. gen., on the top of, above,τῶν πυλέων Hdt.1.187
, cf. Ar.Ec. 1108, Pl. 1207.3. with other Preps.,κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201
;ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38
; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5);δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc.
ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]ή
-
7 шпация
1. мор. η απόσταση/το μεσοδιάστημα μεταξύ των νομέων 2. полигр. το καρέ, η μεταλλική ράβδος (μπαίνει για να γίνεται το διάστημα μεταξύ των λέξεων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпация
-
8 морфология
-и θ.1. μορφολογία (εξωτερική μορφή των όντων).2. η διαμόρφωση του εδάφους.3. η αλλαγή των λέξεων (από τις καταλήξεις, προθέματα κ.τ.τ.). -
9 разрядка
-и θ.1. βλ. разряд 22. μτφ. εκτόνωση, ύφεση•разрядка напряжнности международной обстановки ύφεση της έντασης της διεθνούς κατάστασης.
3. αραίωση των γρα,μμάτων των λέξεων. -
10 расположение
-я ουδ.1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.
2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.
(στρατ.) διάταξη•войск διάταξη των στρατευμάτων.
3. διάθεση•доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.
|| κλίση, όρεξη• επιθυμία•у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•
у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.
|| εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.
-
11 слово
слово 1-а, πλθ. слова, слов, -амκ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.1. λέξη•значение -а η σημασία της λέξης•
иностранные -а ξένες λέξεις.
2. ομιλία, γλώσσα.3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.4. υπόσχεση, λόγος•держать своё слово κρατώ το λόγο•
связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.
5. αγόρευση•просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•
предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•
приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•
вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).
6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).εκφρ.новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•одним -ом – κ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.слово 2-а ουδ.παλαιά ονομασία του γράμματος «С»εκφρ.слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-с – παλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик. -
12 префикс
грам. το πρόθημα, (приставка «а» в иноязычных словах) το πρόθεμα (π.χ. άκακος, άσκοπος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > префикс
-
13 словоизменение
лингв. η αλλαγή των λέξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > словоизменение
-
14 словообразование
лингв. о σχηματισμός των λέξεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > словообразование
-
15 словосочетание
лингв. о συνδυασμός των λέξεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > словосочетание
-
16 токамак
το τοκαμάκ (ρώσικο ακρωνύμιο των λέξεων δακτυλοειδής μαγνητικός θάλαμος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > токамак
-
17 транскрипция
лингв. 1. (передача звуков языка условными знаками) η φωνητική μεταγραφή (των λέξεων με τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου) 2. см. транслитерация 3. биол. η μεταγραφήобратная - αντίστροφη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транскрипция
-
18 словообразование
словообразованиес лингв. ὁ σχηματισμός τῶν λέξεων. -
19 словообразованиетельный
словообразование||тельныйприл τοῦ σχηματισμοῦ των λέξεων:-тельный суффикс τό ἐπίθεμα, τό πρόσφυμα. -
20 словоУпотребление
слово||Употреблениес ἡ χρησιμοποίηση των λέξεων.
См. также в других словарях:
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… … Dictionary of Greek
λεξιλόγιο — Το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, οι νεολογισμοί, οι διάλεκτοι, η αργκό, η ορολογία της κλπ. Ο όγκος και η σύνθεση ενός λ. εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και την ικανότητα εξέλιξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των φορέων της.… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
σημαντική ή σημασιολογία — Γενική θεωρία και ιστορική μελέτη της σημασίας των λέξεων. Η σ. πήρε το όνομά της από το Μισέλ Μπρεάλ που, το 1883, πρότεινε να ονομαστεί έτσι (γαλλικά semantique από τη ρίζα του ελληνικού ρήματος σημαίνω) το μέρος της γλωσσολογίας που αναφέρεται … Dictionary of Greek
ορθογραφία — Η σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, γραφή των λέξεων. Διακρίνεται σε φωνητική και ιστορική ο. Η πρώτη έχει σχέση με την όσο το δυνατό ακριβέστερη απόδοση της σημερινής προφοράς των λέξεων και των τύπων κάποιας γλώσσας ή της προφοράς της… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek