-
1 εκχυνω
-
2 εκχύνω
(αόρ. εξέχυσα, παθ. αόρ. εξεχύθην) μετ.1) проливать, выливать, разливать;εκχύνω άφθονα δάκρυα — проливать реки слёз;
η έχιδνα εκχύνει ιόν — змея выпускает яд;
2) изливать (чувства);εκχύν όλην μου την οργήν — излить весь свой гнев;
1) — разливаться, выливаться;εκχύνοματ
2) изливаться (о чувствах);3) бросаться, устремляться; хлынуть; τό πλήθος εξεχύθη προς τήνπλατείαν толпа устремилась к площади
См. также в других словарях:
εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… … Dictionary of Greek
ἐκχύνω — ἐκχύ̱νω , ἐκχέω pour out pres subj act 1st sg ἐκχύ̱νω , ἐκχέω pour out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπορραίνω — Α 1. εκπέμπω υγρό σαν από κλυστήρα 2. (κυρίως για αρσενικά ζώα) εκχύνω σπέρμα, εκσπερματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορραίνω «ραντίζω, εκχύνω»] … Dictionary of Greek
εκχέω — (AM ἐκχέω και ποιητ. τ. ἐκχεύω) εκχύνω … Dictionary of Greek
ξεχύνω — 1. χύνω κάτι έξω από το δοχείο («ξέχυσε το νερό, γιατί είναι βρόμικο») 2. ξεκινώ, παίρνω δρόμο 3. βγάζω εξανθήματα, σπυράκια 4. παθ. ξεχύνομαι ορμώ, εξορμώ, τρέχω («μόλις ο καιρός καλυτέρεψε, ο κόσμος ξεχύθηκε στην εξοχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξέχυσα… … Dictionary of Greek
ομβρολυτώ — ὀμβρολυτῶ, έω (Α) αφήνω κάτι να τρέξει σαν βροχή, εκχύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + λυτῶ (< λυτός), πρβλ. ακρο λυτώ, χρεω λυτώ] … Dictionary of Greek
περιεκχύνω — Μ (σχετικά με υγρό) χύνω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * ἐκχύνω «χύνω»] … Dictionary of Greek
συνεκχέω — ΜΑ μέσ. συνεκχέομαι χύνομαι έξω μαζί αρχ. 1. εκβάλλω συγχρόνως («συνεκχεῑν ἰὸν τῷ γάλακτι», Αρετ.) 2. μτφ. α) εξαφανίζομαι βαθμηδόν β) εξορμώ μαζί με άλλον («Λακεδαιμόνιοι τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες τὴν Σπάρτην ἔσωσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek