-
1 εκχραω
Iбыть достаточным, пригодным или возможнымοὐκ ἐξέχρησέ σφι ἥ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι Her. — днем они не смогли вступить в морской бой;
κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι ; Her. — как можно будет Дарию стерпеть подобные оскорбления?II(3 л. sing. impf. ἐξέχρη) предсказывать, прорицать(Pind. - in tmesi; πολλὰ κακά Soph.)
См. также в других словарях:
εκχράω — (I) ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α) 1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω 2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ. θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» πώς θα… … Dictionary of Greek
ἐκχρήσαις — ἐκχράω declare as an oracle aor part act masc nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ἐκχράω declare as an oracle aor opt act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχρήσει — ἔκχρησις loan fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκχρήσεϊ , ἔκχρησις loan fem dat sg (epic) ἔκχρησις loan fem dat sg (attic ionic) ἐκχράω declare as an oracle aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐκχράω declare as an oracle fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκχρώ — ἐκχρῶ ( άω) (Α) βλ. εκχράω (Ι) και (II) … Dictionary of Greek