-
1 ἐκχλοιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκχλοιόομαι
-
2 εκχλοιοί
-
3 ἐκχλοιοῖ
-
4 εκχλοιούνται
-
5 ἐκχλοιοῦνται
-
6 εκχλοιούσθαι
-
7 ἐκχλοιοῦσθαι
-
8 εκχλοιούται
-
9 ἐκχλοιοῦται
-
10 εκχλοιούμενα
-
11 ἐκχλοιούμενα
См. также в других словарях:
ἐκχλοιοῖ — ἐκχλοιόομαι to be pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχλοιοῦνται — ἐκχλοιόομαι to be pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχλοιοῦσθαι — ἐκχλοιόομαι to be pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχλοιοῦται — ἐκχλοιόομαι to be pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχλοιούμενα — ἐκχλοιόομαι to be pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)