-
1 εκτάδιος
-
2 ἐκτάδιος
-
3 εκταδιος
-
4 ἐκτάδιος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκτάδιος
-
5 ἐκτάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτάδιος
-
6 ἐκτάδιος
-
7 εκτάδιον
-
8 ἐκτάδιον
-
9 στρυφνός
στρυφνός, von zusammenziehendem Geschmacke, herb, sauer, τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῠσιν πέφυκε, Tim. Locr. 101 c, τὰ περὶ τὲν γλῶτταν στρυφνά, Plat. Tim. 67 d; Xen. Hier. 1. 22. – Uebertr., von saurem Ansehen. verdrießlichem Wesen, sauertöpfisch. mürrisch, ἦϑος, Ar. Vesp. 877; Amphis bei Ath. I. 30 e; στρυφνὸς τὸν τρόπον Xen. Cyr. 2, 2, 11; Arist. probl. 31, 7; Jac. Philostr. imagg. p. 533, 604. – Auch = στριφνος, hart, fest, Jac. Philostr. imagg. 263; bei Opp. Cyn. 1, 411, οὐρὴ στρυφνὴ ἐκτάδιός τε langer Schwanz. – [Nach Draco 83, 2. 119 ist υ von Naur lang; also hängt es wohl mit στύφω zusammen.]
-
10 εκταδίη
-
11 ἐκταδίη
-
12 εκταδίην
-
13 ἐκταδίην
-
14 εκταδίης
-
15 ἐκταδίης
-
16 εκταδίοις
-
17 ἐκταδίοις
-
18 εκταδίοισι
-
19 ἐκταδίοισι
-
20 εκταδίοισιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
ἐκτάδιος — outstretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτάδιον — ἐκτάδιος outstretched masc acc sg ἐκτάδιος outstretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίη — ἐκτάδιος outstretched fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίην — ἐκτάδιος outstretched fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίης — ἐκτάδιος outstretched fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίοις — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίοισι — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίοισιν — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταδίῳ — ἐκτάδιος outstretched masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάδιος — ία, ον, θηλ. ιων. τ. ίη, Α 1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.) 2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό 3. στητός, ορθός, ίσος 4. (ειδικά για χιτώνα)… … Dictionary of Greek