-
1 εκτεάτισται
-
2 ἐκτεάτισται
-
3 κτεατίζω
κτεατίζω, sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).
-
4 κτεατίζω
A gain, win,δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57
;πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102
, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —[voice] Med., get for oneself, acquire, [dialect] Ep. [tense] fut.κτεατίσσομαι Man.6.677
, [tense] aor.κτεατίσσατο A.R.2.788
: [tense] pf.[voice] Pass. in med. sense,ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc. 522
: [tense] plpf.,ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47
;τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτεατίζω
-
5 κτεατίζω
κτεατίζω, sich erwerben, verschaffen; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß; med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben
См. также в других словарях:
ἐκτεάτισται — κτεατίζω gain perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)