-
1 κτεατίσσατο
κτεατίζωgain: aor ind mid 3rd sg (epic) -
2 κτεατίζω
A gain, win,δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57
;πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102
, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —[voice] Med., get for oneself, acquire, [dialect] Ep. [tense] fut.κτεατίσσομαι Man.6.677
, [tense] aor.κτεατίσσατο A.R.2.788
: [tense] pf.[voice] Pass. in med. sense,ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc. 522
: [tense] plpf.,ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47
;τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτεατίζω
См. также в других словарях:
κτεατίσσατο — κτεατίζω gain aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)