-
1 εκτανύσας
-
2 ἐκτανύσας
-
3 προπρηνης
2наклоненный впередἐκτανύσας π. Hom. — распростертый ниц;
φασγάνῳ προπρηνέϊ (v. l. προπρηνέα) τύψαι Hom. — ударить лезвием меча -
4 προπρηνής
A with the face downwards,ἐν κόνι ἐκτανύσας προπρηνέα Il.24.18
; [φασγάνῳ] προπρηνέϊ (v.l. προπρηνέα) τύψας with the edge of the sword, Od.22.98: neut. προπρηνές as Adv., forward, opp. ὀπίσω, Il.3.218. [Hom. always makes first syll. long.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπρηνής
См. также в других словарях:
ἐκτανύσας — ἐκτανύσᾱς , ἐκτανύω to stretch out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek