-
1 εκσπευδω
-
2 ἐκσπεύδω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκσπεύδω
-
3 ἐκσπεύδω
См. также в других словарях:
εκσπεύδω — ἐκσπεύδω (Α) βιάζομαι να βγω έξω («ἔκσπευδε ταχέως», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
1 εκσπευδω
2 ἐκσπεύδω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκσπεύδω
3 ἐκσπεύδω
εκσπεύδω — ἐκσπεύδω (Α) βιάζομαι να βγω έξω («ἔκσπευδε ταχέως», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek