1 ἐκσπεύδω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκσπεύδω
εκσπεύδω — ἐκσπεύδω (Α) βιάζομαι να βγω έξω («ἔκσπευδε ταχέως», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek