-
1 ἐκσαόω
Aἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Il.4.12
;ἐξεσάωσε θαλάσσης Od.4.501
; ψυχὴν δ' ἐξ. v.l. in Archil.6;[πέδιλον] ὑπ' ἰλύος A.R.1.10
. -
2 ἐκσαόω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκσαόω
-
3 ἐκσῴζω
A preserve from danger, keep safe, Hdt. 9.107, S.Aj. 1128, etc.;ἐ. Αἰγίσθου χερός E.El.28
; ἐ. τινὰ ἐς φάος νεκρῶν πάρα to bring him safe.., Id.HF 1222 ;τινὰ ἐκ κινδύνων Pl.Grg. 486b
:—[voice] Med., save oneself, Hdt.2.107 ; also, save for oneself,ὡς.. βίοτον ἐκσωσοίατο A.Pers. 360
;κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται [δένδρα] S.Ant. 713
:—[voice] Pass., ὅταν..νῆσον ἐκσῳζοίατο when they fled for safety to the island, A.Pers. 451 ;πῶς ἐξεσώθης E.Supp. 751
.
См. также в других словарях:
εκσώζω — ἐκσῴζω, επικ. τ. ἐκσαόω (Α) 1. σώζω, διασώζω, βγάζω από κάποια δυστυχία, διατηρώ ασφαλή, διαφυλάσσω από κίνδυνο 2. ἐκσῴζομαι σώζω τον εαυτό μου, σώζω για τον εαυτό μου («ὅσα δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται», Σοφ.) … Dictionary of Greek