-
1 εκπλήττει
ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sg (attic)ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sg (attic) -
2 ἐκπλήττει
ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sg (attic)ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sg (attic)ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sg (attic) -
3 ἐπισείω
A shake at or against, τί τινι, esp. with the view of scaring, ὅτ' ἂν.. Ζεὺς.. αὐτὸς ἐπισσείῃσινἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσι Il.4.167
, cf. 15.230; ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με Luc.DDeor.19.1, cf.2.2, etc.;τὰ δόρατα Hdn.2.13.4
; ἐ. πόλεμον τῇ πατρίδι stir up.., J.BJ2.17.3; Πέρσας ἐ. hold them out as a threat, Plu.Them.4; but ἐ. τὴν χεῖρα, in token of assent or applause, Luc. Pr.Im.4, Bis Acc.28;ἐπὶ δ' ἔσεισεν κόμαν E.IT 1276
(lyr.): abs., τόσσον ἐπισσείει so she seems to threaten, of a statue, AP9.755:— [voice] Pass.,κόμαι ἐ. τοῖς κροτάφοις Lib.Decl.12.27
: metaph., τὸν ἐπισεισθέντατῶν παθῶν σκηπτόν Ph.1.210
.2. urge on, [ ἵππον] S.Fr. 147; ἐ. τινὶ τὰς δρακοντώδεις κόρας set them upon one, E.Or. 255; ἐ. πόλιν σοί ib. 613;μὴ 'πίσειέ μοι τὸν Μισγόλαν Alex.3
; hurl at,τινὶ πέτρον Parth.14.4
.3. intr., assault,τοῖς τείχεσι D.S.13.94
codd.4. shake so as to touch, Callistr.Stat.6, cf. Poll.4.147.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισείω
См. также в других словарях:
ἐκπλήττει — ἐκπλήσσω strike out of pres ind mp 2nd sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 3rd sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind mp 2nd sg (attic) ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) … Dictionary of Greek
υπότρομος — ον, Α 1. αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῑον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», Πλούτ.) 2. αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομος γίγνομαι», Λουκιαν.) 3. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρόμος… … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek
εκπλήττω — και εκπλήσσω εξέπληξα, μτβ., προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω: Με εκπλήττει το θράσος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)