-
1 εκπλήσσει
ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sgἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sgἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sgἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sg -
2 ἐκπλήσσει
ἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sgἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sgἐκπλήσσωstrike out of: pres ind mp 2nd sgἐκπλήσσωstrike out of: pres ind act 3rd sg -
3 εκπλήσσει
sorpr'en -
4 εκπλήσσει
изненадиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εκπλήσσει
-
5 να εκπλήσσει
да изненадиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > να εκπλήσσει
-
6 ἐκπλήσσω
A strike out of, drive away from, expel,ἐκ δ' ἔπληξέ μου τὴν αἰδῶ A.Pr. 134
; ὃς (sc. κεραυνὸς) αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν.. κομπασμάτων ib. 362, cf. E. Ion 635: abs.,drive away,ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει Th.2.38
; φόβος μνήμην ἐ. ib.87.II drive out of one's senses by a sudden shock, amaze, astound, Od.18.231 (tm.) ;κάλλει καὶ ὥρᾳ διενεγκόντες ἐ. τινάς Aeschin.1.134
;ὁ φόβος ἐκπλήσσων.. Antipho 2.1.7
;κακοὶ εὐτυχοῦντες ἐκπλήσσουσί με Trag.Adesp. 465
; ὅ μ' ἐκπλήσσει λόγου frightens me in speaking, E.Or. 549 :— in this sense most freq. in [tense] aor. 2 [voice] Pass., [dialect] Ep. ἐξεπλήγην (v. infr.), [dialect] Att. ἐξεπλάγην [pron. full] [ᾰ] (also [tense] aor. Iἐξεπλήχθην Id.Tr. 183
: [tense] pf. part.ἐκπεπληγμένος A.Pers. 290
, S.Tr. 386, etc.); to be panic-struck, amazed, esp. by fear,ἐκ γὰρ πλήγη φρένας Il.16.403
, cf. 13.394 ;ἡνίοχοι ἔκπληγεν 18.225
: c. part., , cf. Ant. 433, etc.; ἐκπλαγῆναί τινι to be astonished at a thing, Hdt.1.116, etc. ;ὑπό τινος Id.3.64
;διά τι Th.7.21
;ἐπί τινι X.Cyr. 1.4.27
;πρός τι Plu.Thes.19
, etc.: also c.acc., ἐκπλαγῆναί τινα to be struck with panic fear of.., S.Ph. 226,El. 1045 ;ἡμᾶς δ' ἂν..μάλιστα ἐκπεπληγμένοι εἶεν Th.6.11
, cf.3.82.2 generally, of any sudden, overpowering passion, to be struck with desire, Ar.Pl. 673 ; with love, E.Hipp.38, Med.8 ; χαρᾷ, ἡδονῇ, A.Ch. 233, S.Tr. 629 ; with admiration, Hdt.3.148, etc.: c.acc.rei,ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθά Id.9.82
.3 εἰς ὁμολογίαν ἐκπλήττειν frighten one into.., f.l. in Plb. 23.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπλήσσω
-
7 κέρ-τομος
κέρ-τομος ( κέαρ-τέμνω), eigtl. herzschneidend, herzkränkend, dah. höhnend, verspottend; κέρτομα βάζειν Hes. O. 786; ἢ κέρτομός με ϑεοῦ τις ἐκπλήσσει χαρά Eur. Alc. 1128, d. i. betrügerisch; vgl. H. h. Merc. 338; ϑυσίῃσί τε τὰ ἀγάλματα καὶ χοροῖσι κερτόμοισι ἱλάσκοντο Her. 5, 83, dem nachher κακῶς δὲ ἠγόρευον οἱ χοροί entspricht; κέρτομος καὶ σατυρικὴ παιδιά D. Hal. 7, 72, u. sonst einzeln bei Sp.
-
8 нисколько
επίρ.καθόλου, διόλου•это меня нисколько не удивляет αυτό εμένα καθόλου δε με εκπλήσσει.
-
9 κέρτομος
κέρ-τομος, eigtl. herzschneidend, herzkränkend, dah. höhnend, verspottend; ἢ κέρτομός με ϑεοῦ τις ἐκπλήσσει χαρά, betrügerisch
См. также в других словарях:
ἐκπλήσσει — ἐκπλήσσω strike out of pres ind mp 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 3rd sg ἐκπλήσσω strike out of pres ind mp 2nd sg ἐκπλήσσω strike out of pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
κέρτομος — κέρτομος, ον (Α) 1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.) 2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ στομος. Το α συνθετικό κερ πιθ., < σκερ τού σκερδόλλω*, ενώ το β < στομος <… … Dictionary of Greek
λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… … Dictionary of Greek
Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… … Dictionary of Greek