-
1 εκπληκτική
-
2 ἐκπληκτικῇ
-
3 εκπληκτική
-
4 ἐκπληκτική
-
5 μοριφόν
A v. μερμίλλων. [full] μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοριφόν
-
6 μορμώ
μορμώ, - οῦςGrammatical information: f.Meaning: `bogey, spectre', also personified and as interjection (Erinn. [?], Ar., X., Theoc., Luc.);Derivatives: μορμωτός `frightful' (Lyc.); μορμ-ύσσομαι `frighten' (Call.; for μαρμολύττομαι metri causa?, Debrunner IF 21, 243), μορμύξαν-τες (Phryg. IVp), also μορμύνει and μορμύρει δεινοποιεῖ H. Further the nouns μόρμορος and μύρμος φόβος, μόρμη χαλεπή, ἐκπληκτική H. PN Μόρμυθος (like Γοργώ: Γόργυθος, Leumann Hom. Wörter 155 n. 129); here also ther PN Μυρμιδόνες ? -- Enlarged verbform μορμολύττομαι = μορμύσσομαι (Ar., Pl.. X., Ph.), μορμολυξάμενος (Gal.) with μορμολύκ-η, Dor. -α f. (Sophr. 9, Str.), - ειον (- εῖον) n. (Ar., Pl. u.a.) = μορμώ; also μορμορύζω `id.' (Phot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Because of μύρμηξ: Lat. formīca one might want to connect, μορμ-ώ through an analogous dissimilation with Lat. form-īdō `ghost'. Further ucertain; prob. like Γοργώ (s. γοργός) a reduplicated fornation, which was used originally as terrorizing call (of childrens language?, cognate with μορμύρω etc. ? WP. 2, 308). The by-forms Μομβρώ, Μομμώ (H.) show the popular character. From the interjection the as demon interpreted Μορμώ may have arisen, from there the appellative. On Μορμώ in the Middle Ages and in recent times Wiener Roman. Forsch. 35, 943 ff. (lingu. unsatistactory, s. Kretschmer Glotta 10, 234 f.). -- Beside μορμώ there was not only μορμύσσομαι, - ύνει, - ύρει, but also μορμο-λύττομαι, - λύκη, - λύκειον; on the expressive λ-enlargement cf. πομφόλυξ, πομφο-λύξαι (: πομφός), βδελύττομαι (beside βδελυρός: βδέω). Dissimilation from *μορμορύττομαι (cf. μόρμορος; Schwyzer 258) is also imaginable. The nouns μορμολύκη, - ειον are rather backfomations. - A connection with Lat. form-ido etc. seems not obious. The words may well be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,255Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μορμώ
См. также в других словарях:
ἐκπληκτικῇ — ἐκπληκτικός striking with consternation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπληκτική — ἐκπληκτικός striking with consternation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Νταβίντ, Ζακ-Λουί — (Jacques LouisDavid, Παρίσι 1748 – Βρυξέλλες 1825). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού. Οι επιδράσεις από την τέχνη του πρώτου του δάσκαλου, του Φρανσουά… … Dictionary of Greek