Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκλυτικός

См. также в других словарях:

  • εκλυτικός — ἐκλυτικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί έκλυση, ατονία …   Dictionary of Greek

  • ἐκλυτικός — calculated to weaken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικόν — ἐκλυτικός calculated to weaken masc acc sg ἐκλυτικός calculated to weaken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικοῦ — ἐκλυτικός calculated to weaken masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικωτάτη — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικῆς — ἐκλυτικός calculated to weaken fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτική — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλυτικήν — ἐκλυτικός calculated to weaken fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»