-
1 εκλυτικος
См. также в других словарях:
εκλυτικός — ἐκλυτικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί έκλυση, ατονία … Dictionary of Greek
ἐκλυτικός — calculated to weaken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτικόν — ἐκλυτικός calculated to weaken masc acc sg ἐκλυτικός calculated to weaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτικοῦ — ἐκλυτικός calculated to weaken masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτικωτάτη — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτικῆς — ἐκλυτικός calculated to weaken fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτική — ἐκλυτικός calculated to weaken fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτικήν — ἐκλυτικός calculated to weaken fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek