-
1 ἐκλανθάνομαι
ἐκλανθάνομαι pf. ἐκλέλησμαι (Hom. et al.; Philo, Leg. All. 3, 92) forget (altogether) τινός (Polyb. 5, 48, 6; POxy 1203, 8 [I A.D.]; Ps 12:2 Sym.; Philo, De Jos. 99; Jos., Ant. 4, 53; 7, 318) τῆς παρακλήσεως Hb 12:5.—M-M s.v. ἐκλανθάνω.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκλανθάνομαι
-
2 ἐκλανθάνομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐκλανθάνομαι
-
3 εκλανθάνομαι
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκλανθάνομαι
-
4 ἐκλανθάνομαι
забывать (совершенно).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐκλανθάνομαι
-
5 ἐκ-λαθέω
ἐκ-λαθέω, = ἐκλανϑάνομαι, Or. Sib.
-
6 απεκλανθανομαι
совершенно забывать -
7 1585
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1585
-
8 ἐκλήθομαι
Aἐκλανθάνομαι, τῶν συγκειμένων App.Mac.11.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλήθομαι
-
9 ἐκλέλησμαι
ἐκλέλησμαι s. ἐκλανθάνομαι.
См. также в других словарях:
εκλανθάνω — ἐκλανθάνω (Α) 1. ξεφεύγω εντελώς από την προσοχή κάποιου 2. κάνω κάποιον να ξεχάσει 3. (μέσ. και παθ.) ἐκλανθάνομαι ξεχνώ, λησμονώ εντελώς … Dictionary of Greek