-
1 εκκρούεται
-
2 ἐκκρούεται
-
3 εκκρουω
1) выбивать, вышибать(τὸ προβόλιον ἐκ τῶν χειρῶν Xen.; τὸ ξίφος ἐκκρουσθὲν ὑπὸ πληγῆς Plut.)
2) отбивать, отражать(ἥ μείζων κίνησις τέν ἐλάττω ἐκκρούει Arst.; τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc.; sc. τοὺς πολεμίους Xen.; τέν ἐπιβολήν Plut.)
ἐντὸς γενόμενοι βίᾳ ἐξεκρούσθησαν πάλιν Thuc. — вторгнувшись внутрь (укреплений), они были вновь выбиты3) перебивать(τοὺς λόγους Plat.; τινά Dem.; λέγειν τι βουλόμενον Plut.)
4) отклонять, отвращать(τινὰ τῆς προαιρέσεως Plut.)
μέλλοντας ἁμαρτάνειν ἐ. Plut. — удерживать тех, кто собирается совершить дурное;ἐ. ἑαυτὸν τοῦ παρόντος Dem. — отклониться от непосредственного вопроса5) подавлять, прогонять, уничтожать(λογισμόν, λύπην Arst.)
τῷ θορύβῳ τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plut. — сбитый с толку шумом6) вытеснять, изгонять(τοὺς ἡγεμόνας Plut.; τὸ ἔθος ἄλλῳ ἔθει ἐκκρούεται Arst.)
βῆχα μετὰ πόνου ἐκκρούεσθαι Plut. — с трудом откашливаться7) лишать(τινὰ ἐλπίδος Plat.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
(εἰς ὑστεραίαν Dem.)
ἐ. καὴ παράγειν Plut. — откладывать и хитрить, т.е. под всякими предлогами затягивать дело -
4 εκκρούω
μετ. выбивать, выколачивать; вышибать;§ εκκρούω βέλτι — метать стрелы;
πάσσαλος πάσσαλο εκκρούεται — погов, клиш клином вышибают
-
5 πάσσαλος
ο свая; кол; деревянный гвоздь;§ πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται — погов, клин клином вышибают
-
6 πάσσαλος
πάσσᾰλος, [dialect] Att. [pref] πάττ-, ὁ, [dialect] Ep. gen. πασσαλόφι (v. infr.), ([etym.] πήγνυμι)A peg on which to hang clothes, arms, etc.,ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24.268
, cf. 5.209 ;ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od. 21.53
;ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν' Pi.O.1.17
, cf. B.Scol.Oxy.1361.1.1 ;ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67
;χαλινοὺς.. ἐκ πασσάλων δέουσι Hdt.4.72
, v. ἐκ 1.6 ;[χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440
;κύλιξ.. κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Hermipp.55
;ἐπὶ τῶν παττάλων Arist.PA 681a25
; ; peg for making a hole in a vine-stem, Thphr.HP2.5.5, CP3.12.1 ; used to force open the mouth or as a gag, Ar.Eq. 376, Th. 222 ; of stakes used to mark boundaries, IG14.352i38 ([place name] Halaesa) ; pale, Apollod. Poliorc. 140.7, al.:—prov. of things very small or worthless, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον not a pin (i. e. no part of their fee), Ar.Ec. 284 ;μηδὲ π. καταλιπεῖν Luc.Jud.Voc.9
;παττάλου γυμνότερος Aristaenet.2.18
; alsoπάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται Eust. 126.13
, cf. Com.Adesp.494 ; εἶναι ἐν πασσάλοις, i.e. to be hung up, not in use, Lib.Or.1.268.II from the like ness of form,2 = ἵππος ὀρθόκωλος, Hippiatr.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάσσαλος
-
7 ἧλος
ἧλος, [dialect] Dor. [full] ἇλος, IG4.1484.62(Epid.), SIG245i69 (Delph., iv B.C.), Pi. (v. infr.), [dialect] Aeol.(?) [full] ϝάλλοι (pl.) written γάλλοι, Hsch.: ὁ:—A nail-head, stud, as an ornament,σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Il. 1.246
, cf. 11.633; ἐν δέ οἱ [τῷ ξίφει] ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον ib.29, cf. Ath.11.488b, c: hence, of the stars, Placit.2.14.3.2 after Hom., nail, Pi.P.4.71:ἧλοι σιδηροῖ καὶ ξύλινοι X.Cyn.9.12
, etc.; of shoenails, Thphr.Char.4.13: prov.,ἥλῳ ἐκκρούειν τὸν ἧλον Luc.Laps.7
; ἥλῳ ὁ ἧλος (sc. ἐκκρούεται) Arist.Pol. 1314a5, etc.II wart, callus, Thphr.Ign.37, Nic.Th. 272;ἧλοι καὶ τύλοι Dsc.1.104
, cf. Asclep. ap. Gal.13.647; also on plants, esp. the olive, Thphr.HP4.14.3.
См. также в других словарях:
ἐκκρούεται — ἐκκρούω knock out pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ … Dictionary of Greek