-
1 εκκεκώφωται
-
2 ἐκκεκώφωται
-
3 ἐκ-κωφόω
ἐκ-κωφόω, dasselbe; ἡμῶν γοῦν ἐκκεκώφωκε τὰ ὦτα Plat. Lys. 204 c; übertr., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur. Or. 1279; πρὸς τὸ περιβόητον ἐκκεκωφωμένοι κάλλος Ath. V, 188 e, ganz verdutzt über; vgl. Ael. H. A. 1, 38.
-
4 ἐκ-κωφάω
ἐκ-κωφάω, taub machen, betäuben, nur perf.; ὅστις ἡμῶν τὰς Ἀϑήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar. Equ. 312; ἐκκεκωφημένος Poll. 1, 118; αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr. Cram. An. 1 p. 288; vgl. Pors. Eur. Or. 1279, wo auch ἐκκεκώφηται v. l. für ἐκκεκώφωται.
-
5 εκκωφεω
ἐκκωφέω, ἐκκωφόωтолько pf.1) оглушать(τὰ ὦτά τινος Plat.)
τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. — ты своим криком оглушил Афины;τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. — ты оглох2) ошеломлять(φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.)
3) притуплять -
6 εκκωφοω...
ἐκκωφόω...ἐκκωφέω, ἐκκωφόωтолько pf.1) оглушать(τὰ ὦτά τινος Plat.)
τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. — ты своим криком оглушил Афины;τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. — ты оглох2) ошеломлять(φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.)
3) притуплять
См. также в других словарях:
ἐκκεκώφωται — ἐκκωφόω make quite deaf perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)