Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ-κωφόω

См. также в других словарях:

  • ἀποκωφούντων — ἀπό κωφάω make dumb pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) ἀπό κωφάω make dumb pres imperat act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἀπό κωφέω mutilate pres part act masc/neut gen pl (attic epic doric) ἀπό κωφέω mutilate pres imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφωμός — κουφωμός, ὁ (Μ) κουφαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουφώ, αμάρτυρος παρλλ. τ. του κωφόω/ ῶ ή από αμάρτ. *κωφωμός (< κωφῶ)] …   Dictionary of Greek

  • συγκεκωφῶσθαι — σύν κωφόω numb perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκωφωμένης — ἀπό κωφόω numb perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκωφωμένους — ἀπό κωφόω numb perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκωφούσῃ — ἀπό κωφάω make dumb pres part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀπό κωφέω mutilate pres part act fem dat sg (attic epic) ἀπό κωφόω numb pres part act fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκωφώσας — ἀποκωφώσᾱς , ἀπό κωφάω make dumb pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀποκωφώσᾱς , ἀπό κωφάω make dumb pres part act fem gen sg (doric) ἀποκωφώσᾱς , ἀπό κωφόω numb aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»