-
1 εκθρωσκω
(fut. ἐκθοροῦμαι, aor. 2 ἐξέθορον)1) выпрыгивать, выскакивать(ἔξω τινός Hom. и τινός Hom., Aesch., редко τι Anth.)
ἐκθορεῖν πρὸ φόωσδε HH. - in tmesi — родиться на свет;ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν Luc. — пробудиться от сна2) устремляться, бросатьсяἀντίος ἐξέθορε Hom. — он бросился навстречу:
χθονὸς ἐκθορεῖν Soph. — бежать прочь из страны -
2 εκθορειν
-
3 εξεθορον
-
4 προσεκθρωσκω
См. также в других словарях:
εκθρώσκω — ἐκθρῴσκω (Α) 1. πηδώ, πετιέμαι έξω 2. εξορμώ 3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά 4. φεύγω γρήγορα 5. ξυπνώ 6. (για βρέφος) γεννιέμαι … Dictionary of Greek
διεκθρώσκω — διεκθρῴσκω (Α) [εκθρῴσκω] πηδώ ανάμεσα από κάτι … Dictionary of Greek
εκθορώ — ἐκθορῶ ( έω) (Α) εκθρώσκω … Dictionary of Greek
εκθόρνυμι — ἐκθόρνυμι (Α) εκθρώσκω … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
προεκθρώσκω — ΜΑ πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
προσεκθρώσκω — Α κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] … Dictionary of Greek