-
1 εκδιαβαινω
-
2 ἐκδιαβαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδιαβαίνω
-
3 ἐκδιαβαίνω
ἐκ-δια-βαίνω, aor. 2 part. ἐκδιαβάντες: pass quite over, Il. 10.198†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκδιαβαίνω
-
4 ἐκδιαβαίνω
ἐκ-δια-βαίνω, ganz hindurch u. herausgehen -
5 εκδιαβάντες
-
6 ἐκδιαβάντες
См. также в других словарях:
εκδιαβαίνω — ἐκδιαβαίνω (Α) διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα … Dictionary of Greek
ἐκδιαβάντες — ἐκδιαβαίνω pass quite over aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)