-
1 ἐκδιαβαίνω
ἐκ-δια-βαίνω, ganz hindurch u. herausgehen
См. также в других словарях:
εκδιαβαίνω — ἐκδιαβαίνω (Α) διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα … Dictionary of Greek
ἐκδιαβάντες — ἐκδιαβαίνω pass quite over aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)