-
1 εκδεσμευω
-
2 ἐκδεσμεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδεσμεύω
-
3 ἐκδεσμεύω
ἐκ-δεσμεύω, u. ἐκ-δεσμέω, anbinden -
4 εκδεσμεύει
-
5 ἐκδεσμεύει
-
6 εκδεσμεύεται
-
7 ἐκδεσμεύεται
-
8 εκδεσμεύων
-
9 ἐκδεσμεύων
См. также в других словарях:
εκδεσμεύω — ἐκδεσμεύω (Α) 1. συνδέω, προσδένω 2. εξασφαλίζω … Dictionary of Greek
ἐκδεσμεύει — ἐκδεσμεύω make binding pres ind mp 2nd sg ἐκδεσμεύω make binding pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδεσμεύεται — ἐκδεσμεύω make binding pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδεσμεύων — ἐκδεσμεύω make binding pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)