-
1 ἐκδεσμεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκδεσμεύω
-
2 εκδεσμεύει
-
3 ἐκδεσμεύει
-
4 εκδεσμεύεται
-
5 ἐκδεσμεύεται
-
6 εκδεσμεύων
-
7 ἐκδεσμεύων
См. также в других словарях:
εκδεσμεύω — ἐκδεσμεύω (Α) 1. συνδέω, προσδένω 2. εξασφαλίζω … Dictionary of Greek
ἐκδεσμεύει — ἐκδεσμεύω make binding pres ind mp 2nd sg ἐκδεσμεύω make binding pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδεσμεύεται — ἐκδεσμεύω make binding pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδεσμεύων — ἐκδεσμεύω make binding pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)