-
1 εκγεγαμεν
-
2 εκγεγάμεν
-
3 ἐκγεγάμεν
-
4 εκγέγαμεν
-
5 ἐκγέγαμεν
-
6 ἐκγεγάμεν
ἐκγεγάμεν, ἐκγεγάτην, ἐκγεγαώς: see ἐκγίγνομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκγεγάμεν
-
7 ἐκγεγάτην
ἐκγεγάμεν, ἐκγεγάτην, ἐκγεγαώς: see ἐκγίγνομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκγεγάτην
-
8 ἐκγεγαώς
ἐκγεγάμεν, ἐκγεγάτην, ἐκγεγαώς: see ἐκγίγνομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκγεγαώς
-
9 ἐκγίγνομαι
ἐκ - γίγνομαι, aor. ἐξεγένοντο, perf. du. ἐκγεγάτην, inf. ἐκγεγάμεν, part. ἐκγεγαῶτι: spring from, perf. be descended from, τινός.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκγίγνομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский