-
1 εκέντησα
-
2 ἐκέντησα
-
3 κεντέω
Aἐκέντησα Hp. Epid.5.45
, [dialect] Dor.κέντᾱσα Theoc.19.1
; [dialect] Ep.inf. κένσαι (as if from Κέντω) Il.23.337:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι ( συγ-) Hdt.6.29: [tense] aor. , Thphr.HP9.15.3: [tense] pf.κεκέντημαι Hp.Anat. 1
:—prick, goad, spur on, Il.l.c., Ar.Nu. 1300, etc.: prov., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, of impetuous haste, Suid.2 of bees and wasps, sting, Ar.V. 226, al.; Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα Theoc.l.c.; ; of the porcupine, Ael.NA12.26: then,3 generally, prick, stab, Pi.l.c., Theoc.15.130, etc.;μηδ' ὀλωλότα κέντει S.Ant. 1030
;τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν ψυχὴν αὐτῶν κέντησον Tab.Defix.97.26
; (troch.), etc.; κ. τὸν ἀέρα Theo Sm.p.61 H., cf. p.72 H.;τύπτειν οὐδὲ κ. Pl.Grg. 456d
:—[voice] Pass., κεντηθείσης τῆς φλεβός Thphr.l.c.;παιομένους καὶ κεντουμένους Th.4.47
;μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος X.HG3.3.11
, cf. An.3.1.29: metaph., σὺν δόλῳ κ. stab in the dark, S.Aj. 1245;λιμῷ κεντούμενος Alciphr.3.4
.4 = βινέω, Mnesim.4.55.
См. также в других словарях:
ἐκέντησα — κεντάω aor ind act 1st sg (attic ionic) κεντέω prick aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek