Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐθελοθρησκείᾳ

См. также в других словарях:

  • ἐθελοθρησκεία — ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc/acc dual ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοθρησκείᾳ — ἐθελοθρησκείᾱͅ , ἐθελοθρησκεία will worship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοθρησκείας — ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc pl ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελοθρησκείαν — ἐθελοθρησκείᾱν , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοθρησκία — η (AM ἐθελοθρησκεία) ατομική, αυθαίρετη θρησκευτική πίστη και λατρεία …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»