-
1 εθελοθρησκεία
ἐθελοθρησκείᾱ, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem nom /voc /acc dualἐθελοθρησκείᾱ, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐθελοθρησκείᾱͅ, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εθελοθρησκεια
-
3 ἐθελοθρησκεία
Βλ. λ. εθελοθρησκεία -
4 ἐθελοθρησκείᾳ
Βλ. λ. εθελοθρησκεία -
5 ἐθελοθρησκεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐθελοθρησκεία
-
6 εθελοθρησκεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εθελοθρησκεία
-
7 ἐθελοθρησκεία
ἐθελο-θρησκεία, ἡ,A will-worship, self-chosen service, Ep.Col.2.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθελοθρησκεία
-
8 ἐθελοθρησκεία
ἐθελο-θρησκεία, ἡ, selbstgewählter Gottesdienst -
9 εθελοθρησκείας
ἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem acc plἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐθελοθρησκείας
ἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem acc plἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 εθελοθρησκείαν
-
12 ἐθελοθρησκείαν
-
13 1479
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1479
-
14 ἐθελοσέβεια
ἐθελο-σέβεια, ἡ,A gloss on ἐθελοθρησκεία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθελοσέβεια
См. также в других словарях:
ἐθελοθρησκεία — ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc/acc dual ἐθελοθρησκείᾱ , ἐθελοθρησκεία will worship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοθρησκείᾳ — ἐθελοθρησκείᾱͅ , ἐθελοθρησκεία will worship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοθρησκείας — ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc pl ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοθρησκείαν — ἐθελοθρησκείᾱν , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελοθρησκία — η (AM ἐθελοθρησκεία) ατομική, αυθαίρετη θρησκευτική πίστη και λατρεία … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek