-
1 εθελοθρησκείας
ἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem acc plἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐθελοθρησκείας
ἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem acc plἐθελοθρησκείᾱς, ἐθελοθρησκείαwill-worship: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐθελοθρησκείας — ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem acc pl ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκεία will worship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)