-
1 εγκαρσιος
31) поперечный(ὁδός Her.; τεῖχος Thuc.)
2) косой, наклонный(ὅ ζῳοφόρος κύκλος Arst.)
3) косвенный, непрямой -
2 επικαρσιος
3 и 2устремляющийся (устремившись) головою вперед, идущий поперек, поперечный(ὁδός Her.; ῥύμη Polyb.)
τὰ ἐπικάρσια τετρακισχιλίων σταδίων εἶναι Her. — иметь в поперечном направлении (т.е. с запада на восток) 4000 стадиев;τοῦ Πόντου ἐ. Her. — поперек (к течению) Эвксинского Понта;κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Polyb. — лестница с прибитыми поперек планками;αἱ (νῆες) ἐφέροντο ἐπικάρσιαι Hom. — корабли относило (течением) в сторону, по друг. корабли опрокидывались вверх кормой
См. также в других словарях:
κάρσιος — κάρσιος, ία, ον (Α) πλάγιος. επίρρ... καρσίως (Α) πλαγίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. που προέρχεται από επικάρσιος*, κατ απόσπαση] … Dictionary of Greek
καρσίως — κάρσιος crosswise adverbial κάρσιος crosswise masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρσιον — κάρσιος crosswise masc acc sg κάρσιος crosswise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
(s)kert-s- — (s)kert s English meaning: across Deutsche Übersetzung: in Worten for “quer, quer durch” Note: (“in Querschnitt”; to [s]ker t “cut, clip”) Material: Arm. xeṙ “aufsässig, widerspenstig” (wũrde also IE rs voraussetzen); Gk. ἐγ … Proto-Indo-European etymological dictionary