-
1 εγχαινω
(fut. ἐγχᾰνοῦμαι)1) глядеть разинув рот(πρὸς τέν σελήνην Luc.)
2) скалить зубы, издеваться, глумиться(τινί Arph., Luc.)
-
2 ἐγχαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγχαίνω
-
3 ἐγχαίνω
-
4 εγχασκω
-
5 ἐγ-χάσκω
-
6 ἐπιχαίνω
II = ἐγχαίνω, mock at, Anon. ap. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχαίνω
См. также в других словарях:
υπεγχαίνω — Μ ἐγχάσκω* λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐγχαίνω, άλλος τ. τού ἐγχάσκω «χάσκω, αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία, χλευάζω»] … Dictionary of Greek