-
1 εγχαινω
(fut. ἐγχᾰνοῦμαι)1) глядеть разинув рот(πρὸς τέν σελήνην Luc.)
2) скалить зубы, издеваться, глумиться(τινί Arph., Luc.)
-
2 εγχασκω
См. также в других словарях:
υπεγχαίνω — Μ ἐγχάσκω* λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐγχαίνω, άλλος τ. τού ἐγχάσκω «χάσκω, αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία, χλευάζω»] … Dictionary of Greek