Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐγρήγορα

См. также в других словарях:

  • ἐγρήγορα — ἐγείρω awaken perf ind act 1st sg ἐγρήγορος waking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγρηγόρασι — ἐγρηγόρᾱσι , ἐγείρω awaken perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγρηγόρασιν — ἐγρηγόρᾱσιν , ἐγείρω awaken perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά …   Dictionary of Greek

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • γρηγορώ — (AM γρηγορῶ, έω) 1. μένω άγρυπνος 2. φρουρώ, προσέχω άγρυπνα («φύλακες, γρηγορείτε») μσν. νεοελλ. βιάζομαι, σπεύδω νεοελλ. φρ. «γρηγορώ τη στράτα» συντομεύω, επιταχύνω τον δρόμο μσν. 1. ξυπνάω 2. επανακτώ τις αισθήσεις, συνέρχομαι 3. επαναφέρω… …   Dictionary of Greek

  • επεγρήγορος — ἐπεγρήγορος, ον (AM) άγρυπνος, ξύπνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγρήγορα (παρακμ. τού ρ. εγείρω)] …   Dictionary of Greek

  • ευγρήγορος — εὐγρήγορος, ον (Α) αυτός που επαγρυπνεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γρήγορος «αγρυπνών» (< μτγν. αρχ. εγρήγορος < εγρήγορα παρακμ. τού εγείρω)] …   Dictionary of Greek

  • υπερεγρήγορα — Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) επιτηρώ για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐγρήγορα παρακμ. τού ρ. ἐγείρω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»