-
1 εγκάρδιος
-
2 ἐγκάρδιος
-
3 εγκαρδιος
2запавший (глубоко) в сердце, сердечный(ἔρως Anth.)
ἐγκάρδιον γενέσθαι τινί Diod. — быть близким чьему-л. сердцу -
4 ἐγκάρδιος
ἐγκάρδι-ος, ον,A in the heart, ἐγκάρδιόν ἐστί (or γίγνεταί) τί τινι it goes to his heart, Democr. 262, D.S.1.45; τἀγκ. τις ἐρεῖ what is in his heart, Phld. Lib.p.14 O. Adv.,ὅταν γεννηθῇς ἐγκαρδίως PMag.Par.1.1785
.II ἐγκάρδιον, τό (ἐγκάρδιος, ὁ, S.E.M.9.119), heart-wood, core, Thphr. HP3.8.5, 5.3.2; pith, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3.2 generally, core, Roussel Cultes Égyptiens 236 (Delos, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκάρδιος
-
5 εγκάρδιος
-
6 ἐγκάρδιος
ἐγ-κάρδιος, u. ἐγ-καρδιαῖος, 1) im Herzen, herzlich; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir etwas zu Herzen; von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. (2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes -
7 εγκάρδιος
1) cordial2) joyeux -
8 εγκάρδιος
serdeczny przym. -
9 εγκάρδιος
1) přívětivý2) srdečný -
10 εγκάρδιος
cordialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγκάρδιος
-
11 εγκαρδίως
-
12 ἐγκαρδίως
-
13 εγκάρδιον
-
14 ἐγκάρδιον
-
15 εγκαρδίοις
-
16 ἐγκαρδίοις
-
17 εγκαρδίου
-
18 ἐγκαρδίου
-
19 εγκαρδίους
-
20 ἐγκαρδίους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐγκάρδιος — in the heart masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκάρδιος — α, ο (AM ἐγκάρδιος, ον) αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια») μσν. (για αδερφό) γνήσιος αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα … Dictionary of Greek
εγκάρδιος — α, ο επίρρ. α που βρίσκεται στην καρδιά ή που βγαίνει από την καρδιά, θερμός, ειλικρινής: Εγκάρδιος φίλος. – Εγκάρδια λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκαρδίως — ἐγκάρδιος in the heart adverbial ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρδιον — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc sg ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίοις — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίου — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίους — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίων — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαρδίῳ — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάρδια — ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)